Πέμπτη 1 Αυγούστου 2013

ΦΑΜΑΝΤΙΧΑΝΑ

Ζούσαν στο πέτρινο σπίτι στην άκρη του νησιού. Κανείς δεν τους είχε επισκεφτεί ποτέ. Όλοι μιλούσαν για τους δύο ηλικιωμένους περίεργους άντρες με φόβο. Ψηλοί, αδύνατοι, ανέκφραστοι, γεμάτοι μυστικά. Τα δύο αδέρφια που δε μιλούσαν σε κανέναν και όμως πάντα τάιζαν τις μικρές γάτες που ζούσαν στα σκαλιά του σπιτιού τους και χάζευαν με τις ώρες τα σύννεφα. Στην αγορά όταν τους συναντούσαν, χαμήλωναν το βλέμμα. Έβγαζαν μια σιωπηλή, αόρατη απειλή. Όσο χρόνο είχαν διανύσει στη ζωή άλλο τόσο είχε διανύσει και το σπίτι. Όσο αφιλόξενοι ήταν οι δυο τους άλλο τόσο ήταν και το σπίτι αυτό. Ψυχρό, με την άγρια θάλασσα να το γλύφει σχεδόν και τον αέρα να το τιμωρεί. Ήμουν πιτσιρίκος τότε και θυμάμαι όλες τις ιστορίες που έλεγαν για αυτούς. Ότι είχαν έρθει από πολύ μακριά, ότι μιλούσαν με τις γάτες τους, ότι ήταν πολύ πλούσιοι, ότι έκρυβαν χρυσές λίρες σε ένα μεγάλο μπαούλο στον πάτο της θάλασσας κοντά στο σπίτι, ότι μιλούσαν μια άγνωστη γλώσσα και η λίστα με τα περίεργα και τα παράξενα δεν τελείωνε. Τώρα που έχω μεγαλώσει κι εγώ κι έχω φτάσει την ηλικία τους σίγουρα υπερέβαλλαν και λίγο και τα φούσκωναν. Ή μπορεί και όχι.
Εκείνο το καλοκαίρι ήταν πολύ δροσερό. Τα απογεύματα κατέβαινα στην παραλία και έπαιζα μόνος μου. Ο δρόμος με τραβούσε πάντα κοντά στο πέτρινο σπίτι. 
Κάθε φορά το απέφευγα και άλλαζα δρόμο. Όχι όμως αποτελεσματικά. Δεν μπορούσα να αντισταθώ.Ήταν η στιγμή τόσο δυνατή. Με τραβούσε σα μαγνήτης ενώ η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή. Ήξερα ότι κάνω κάτι λάθος και θα με τιμωρούσαν οι γονείς μου αν το μάθαιναν. Άκουγα τον αέρα να σφυρίζει, τις γάτες να νιαουρίζουν με ευχαρίστηση στα σκαλιά, το κύμα να χτυπάει απαλά το βράχο. Είχα φτάσει στην πόρτα τους σχεδόν. Τα παράθυρα ήταν μισάνοιχτα. Μια ηρεμία στο τοπίο που όμως δε με γαλήνευε. Σαν να προσπαθούσαν τα πάντα να με καθησυχάσουν ενώ τα πάντα μέσα μου ένιωθαν το κακό. Άρχισα να ανεβαίνω τα σκαλιά που οδηγούσαν στο σπίτι. Μέτρησα περίπου δώδεκα γάτες που γουργούριζαν και με κοίταζαν στα μάτια χωρίς να μετακινηθούν. Με παρακολουθούσαν μέχρι που έφτασα στην πόρτα. Η παιδική μου περιέργεια με οδηγούσε και με έσπρωχνε να μπω σε ένα ξένο σπίτι μόνο και μόνο να το ανακαλύψω.
Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη. Μπήκα χωρίς δεύτερη σκέψη. Έμπαινε λίγο φως από τα παράθυρα. Υπήρχε μόνο ένα δωμάτιο και αυτό ήταν άδειο. Ένας χώρος κενός που φιλοξενούσε δύο ηλικιωμένους άντρες. Μόνο μια παλιά ταπετσαρία με λουλούδια υπήρχε στους τοίχους. Πώς ήταν δυνατόν; Πώς ζούσαν χωρίς τίποτα; Η ανάσα μου έβγαινε με δυσκολία. Ήταν η στιγμή που έπρεπε να φύγω τρέχοντας. Πάγωσα καθώς γύρισα προς την πόρτα. Ήταν εκεί. Στέκονταν ακίνητοι πίσω από την πόρτα. Δύο ψιλόλιγνες φιγούρες που με κοίταζαν στα μάτια χωρίς να κλείνουν τα βλέφαρά τους. Χωρίς να με μαλώνουν που είχα μπει σαν τον κλέφτη στο σπιτικό τους. Ένιωθα τα πόδια μου ριζωμένα στο ξύλινο πάτωμά τους και μια φωνή από τα σωθικά μου έτοιμη να βγει αλλά ένα βάρος να την κρατάει μέσα, να την πνίγει. Πέρασε τουλάχιστον μια αιωνιότητα μέχρι να με πλησιάσουν. Το βήμα τους ήταν σχεδόν συγχρονισμένο. Με κοιτούσαν στα μάτια με ένα κενό βλέμμα που δε φανέρωνε τίποτα. Η απόσταση μεταξύ μας μίκραινε. Σχεδόν μπορούσαν να με αρπάξουν από το γιακά όταν σταμάτησαν μπροστά μου. Άνοιξαν το στόμα τους και ξεχύθηκαν δεκάδες μικρά φίδια που έπεσαν στο πάτωμα και άρχισαν να κουλουριάζονται.
Βρήκα τη δύναμη να το βάλω στα πόδια ουρλιάζοντας, προσπαθώντας να διώξω με τα χέρια μου όσα είχαν ανέβει πάνω μου. Τώρα που το ξαναφέρνω στο μυαλό μου ίσως να μην είχε σκαρφαλώσει κανένα αλλά να τα ένιωθα να με αγγίζουν. Κατέβηκα τρέχοντας τα σκαλιά και σταμάτησα μόνο όταν είχα φτάσει κοντά στο σπίτι μου. Δε γύρισα ποτέ να κοιτάξω αν με είχαν ακολουθήσει. Δεν είπα ποτέ σε κανέναν τίποτα. Δε θα πίστευαν ένα δεκάχρονο αγόρι. Τις επόμενες μέρες δε βγήκα από το σπίτι. Πίστευα ότι θα με έψαχναν να με τιμωρήσουν. Με το δικό τους τρόπο. Το καλοκαίρι εκείνο το θυμάμαι ακόμα για τους εφιάλτες που έβλεπα. Άρχισα να βρέχω το κρεβάτι μου πάλι σα μωρό. Δεν ξαναπήγα στο νησί. Ήρθα μόνο τώρα που πλέον χρειάζομαι το μπαστούνι για να κάνω έναν περίπατο στην παραλία. Οι εφιάλτες με έχουν ήδη επισκεφθεί.




Δεν υπάρχουν σχόλια: