Τρίτη 1 Μαρτίου 2016

ΤΟ ΦΩΣ ΣΤΗ ΒΑΛΙΤΣΑ

«Μη φοβηθείς, θα υπάρχει πάντα ένα φως», άκουσε την ταραγμένη φωνή της μητέρας της και μετά ένιωσε τη βαλίτσα να κλείνει. Όντως, το φως έμπαινε από τη μικρή τρύπα που υπήρχε πάνω δεξιά, κοντά στο φθαρμένο λουρί που την συγκρατούσε. Αν τέντωνε το κεφάλι της ίσως μπορούσε να δει τι γινόταν εκεί έξω. Προς τα παρόν, προσπαθούσε να τιθασεύσει τα δάκρυά της πάνω στη χοντρή  ζακέτα που της είχαν φορέσει. Ήταν ένα μικρό κορίτσι σε μια βαλίτσα που ετοιμαζόταν να κάνει ένα μεγάλο ταξίδι. 
Οι γονείς της ετοίμασαν τη βαλίτσα του παππού με κάποια από τα πράγματά της. Έβαλαν στις γωνίες  την αγαπημένη της κούκλα, που την έβαζε κρυφά στην τσάντα του σχολείου και την είχε πάντα μαζί της και τις φωτογραφίες που είχαν τραβήξει από τα προπέρσινα της γενέθλια στον κήπο. Είχε έρθει κι η θεία Σάιμα με τον ξάδερφό της Τζοράμ και έπαιζαν όλο το απόγευμα. Τη θυμόταν αυτή τη μέρα και στη φωτογραφία φαίνεται αναψοκοκκινισμένη από το κυνηγητό. Οι μεγάλοι έπιναν λεμονάδα και μιλούσαν σε πηγαδάκια και εκείνη έτρεχε με τις φίλες της και τα ξαδέρφια της. Φαινόταν  ξέγνοιαστη και μάλλον ευτυχισμένη. Στο κέντρο της βαλίτσας υπήρχε ένα κενό. Σε αυτό θα κουλουριαζόταν, σα μικρή γάτα, και θα έμενε όσο κρατούσε το ταξίδι, μαζί με το παγουράκι της γεμάτο νερό και ένα σακουλάκι αμαμούλ  με χουρμάδες. Της είχε υποσχεθεί ο πατέρας της ότι μόνο εκείνος θα κρατούσε τη βαλίτσα.
«Μα πού θα πάμε;» είχε ρωτήσει τρομαγμένη.
«Πρέπει να φύγουμε γιατί εδώ πλέον δεν είμαστε ασφαλείς. Τις νύχτες όταν έρχεσαι και τρυπώνεις στο κρεβάτι μας γιατί ακούς τα κανόνια, όπως τα λες,  τρέμεις σαν το φύλλο. Πρέπει να κάνουμε ένα  ταξίδι και, όταν περάσουμε  μια μεγάλη θάλασσα, τότε θα σταματήσεις να φοβάσαι», της είπε ο πατέρας της. 
«Μα γιατί πρέπει να είμαι στη βαλίτσα;» αναρωτήθηκε με παράπονο.
«Θέλω να κάνεις εσύ το δικό σου ταξίδι και όταν περάσουμε τη θάλασσα θα μου το διηγηθείς. Ίσως μια μέρα σου πούμε και εμείς το δικό μας».
Και κάπως έτσι ξεκίνησαν εκείνο το πρωί, μόλις που είχε αρχίσει να χαράζει. Τρύπωσε στη βαλίτσα και αφέθηκε στη μεταφορά της, νιώθοντας τη σιγουριά του πατρικού της χεριού στο χερούλι. Το φως έμπαινε και σκόρπιζε τη ζέστη και μια νότα αισιοδοξίας ότι όλα θα πάνε καλά. Ήταν σαν να βρίσκεται στην κοιλιά ενός περίεργου κήτους που τρανταζόταν και έφερνε αλλοιωμένους όλους τους ήχους. Η μικρή, εγκλωβισμένη σε εκείνη την πρωτόγνωρη μήτρα ενός άλλου δούρειου ίππου, αγκαλιά με την κούκλα της, προσπαθούσε να αφουγκραστεί τον έξω κόσμο. Αφουγκραζόταν τα βήματα του πατέρα της πάνω στο δρόμο, πάνω στις πέτρες και στα χώματα. Κουβέντες όπως: «Πρόσεχε εδώ, είναι απότομα», ή « θα σταματήσουμε σε λίγο, όχι εδώ», ήταν και οι μόνες που άκουγε.Το βήμα στην αρχή ήταν ζωηρό, γεμάτο ενέργεια. Όσο το φως έγερνε, όπως και η μέρα, έτσι έγερνε και το βήμα. Γινόταν αργό και βάραινε. Οι γονείς της περπατούσαν και την οδηγούσαν έξω από το παιδικό της δωμάτιο, έξω από την πόλη της και τον κόσμο της αθόρυβα, ήσυχα, αλλά με μια ένταση εκκωφαντική.  Όσο κι αν ήθελε να δει τι γίνεται έξω, δεν κατάφερνε να τεντώσει το κεφάλι της σε τόσο περιορισμένο χώρο.  Το περιεχόμενο της βαλίτσας ήταν ο μικρόκοσμός της. 
Το δικό της ταξίδι ήταν μοναχικό αλλά ήδη είχε διανύσει με το δικό της τρόπο πολλά χιλιόμετρα. Κρατώντας σφιχτά την κούκλα της, πέρασε από ένα τσίρκο και ελευθέρωσε τους αλυσοδεμένους ελέφαντες. Την πήραν στη ράχη τους και την οδήγησαν στο σπίτι τους, στα βάθη του μαγεμένου δάσους και τη βοήθησαν να σκαρφαλώσει στα δέντρα. Θα ενθουσιαζόταν ο πατέρας της με τις περιπέτειές  της  μόλις τελείωνε το ταξίδι τους. Ο ήλιος χάθηκε και το κρύο έμπαινε από το άνοιγμα. Το βήμα του πατέρα της γινόταν όλο και πιο αργό. Και το δικό της όμως τώρα είχε χάσει την ενέργειά του. Ο άνεμος τη χτυπούσε στο πρόσωπο καθώς περπατούσε στο χιονισμένο βουνό στη δίνη της  χιονοθύελλας. Έπρεπε να μη μείνει πίσω γιατί οι υπόλοιποι ορειβάτες ήταν πολύ πιο μπροστά και δεν ήθελε να χαθεί με την κούκλα της στο λευκό τρομακτικό τοπίο. Μεγάλη αγωνία περνούσε αλλά ήταν σίγουρη ότι θα τα κατάφερνε. Ο ταραγμένος ύπνος της μπέρδεψε περισσότερο τα πράγματα γιατί βρέθηκε ξαφνικά στο βυθό μιας λίμνης, κολυμπώντας με μια παρέα χρυσόψαρα με τεράστιες ουρές που μπλέκονταν στα μαλλιά της και γαργαλούσαν τη μύτη της. Το φως ερχόταν και έφευγε. Ο πατέρας της κρατούσε σταθερά τη βαλίτσα και περπατούσε αποφασιστικά στο δικό του μονοπάτι προς έναν καινούργιο κόσμο. Κάποιες φορές άκουγε τη φωνή της μητέρας της να της μιλάει τρυφερά. Ο χρόνος είχε πάρει άλλη διάσταση. Ξεδίπλωνε και τυλιγόταν πάλι στα χέρια της, όπως εκείνο το παιχνίδι ελατήριο, που την ξετρέλαινε όταν ήταν ακόμα πιο μικρή. 
Κατάλαβε ότι το ταξίδι έφτανε στο τέλος του, όταν ένιωσε να λικνίζεται με τη θάλασσα. Με ανακούφιση αγκάλιασε σφιχτά την κούκλα της και αφέθηκε στην παλινδρομική κίνηση του νερού, που  πάντα έχει τον τρόπο να επιβάλλεται στην αγριάδα και στους φόβους. Ήθελε τόσο πολύ να δει τους γονείς της! Αυτή τη φορά ήθελε να περπατήσουν παρέα το μονοπάτι στο καινούργιο. Ο ύπνος πρέπει να ήρθε, γαλήνιος αυτή τη φορά.

Τα  νύχια της χώθηκαν στο δέρμα της κούκλας καθώς  το νανούρισμα  της θάλασσας άρχισε να γίνεται όλο και πιο άγριο με τα πρώτα νερά να τρυπώνουν στη βαλίτσα. Ήταν σίγουρη ότι ο πατέρας της θα της άνοιγε και θα την έπαιρνε αγκαλιά να μη φοβάται. Όμως, δεν το έκανε. Πανικοβλήθηκε. Τα νερά συνέχιζαν να μπαίνουν με τρομακτική ταχύτητα. Η θάλασσα αγρίευε. Σκοτάδι και νερό παντού. Άρχισε να ουρλιάζει. Δεν μπορεί, κάποιος θα την άκουγε να της ανοίξει. Με τα μικρά της χέρια άρχισε να χτυπάει τα τοιχώματα για να μπορέσει να ελευθερωθεί. Η βαλίτσα γέμιζε νερά και απόγνωση. Όχι, δεν μπορούσε να την ανοίξει. Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή. Τι είχε συμβεί; Πού ήταν οι γονείς της; Το ταξίδι σταματούσε απότομα εδώ; Tης υποσχέθηκαν έναν καινούργιο κόσμο  μετά τη μεγάλη θάλασσα. Δεν υπάρχει τίποτα λοιπόν; Έκλεισε τα μάτια της και, λίγο πριν τα νερά γεμίσουν τα ρουθούνια της, είδε από τη χαραμάδα της βαλίτσας το τεράστιο κήτος να πλησιάζει. Το αναγνώρισε. Είχε βρεθεί στην κοιλιά του ξανά.  Ίσως το ταξίδι της να άρχιζε πάλι από την αρχή.

THE LIGHT IN THE SUITCASE


“Don’t be scared, there will always be a light”, she heard her worried mother’s voice and then she felt the suitcase closing. Indeed, the light entered from the small hole at the upper right corner, near the worn leash that held it together. If she stretched her head, she might be able to take a look at what was going on out there. At the moment, she tried to hold her tears on the thick cardigan that her parents had put her on. She was a small girl in a suitcase, who was about to make a long journey. 
Her parents prepared grandpa’s suitcase with some of her stuff. They put in the corners her favorite doll, which she secretly hid in the school bag and had it always with her and the photos from her birthday in the garden two years ago.  Her aunt Shayma had come with her cousin Joram and they played together all the afternoon. She remembered that day and in the photo she looked flushed from running. The grown-ups were drinking lemonade and were small talking and she was running with her friends and cousins. She looked carefree and rather happy. In the center of the suitcase there was an empty space. She would squirm there, like a small cat, and would stay there for as long the journey lasted, along with her flask full of water and a bag of ma’amoul with dates. Her father had promised her that he would be the only one to carry the suitcase.
“But where are we going?” she asked in big fear. 
“We have to leave because we are no longer safe here. When you come and sneak into our bed at night because you hear the cannons, as you call them, you tremble like a leaf. We have to make a journey and when we cross a big sea, then you will stop being afraid” her father told her. 
“But why should I be in the suitcase?” she complained.
“I want you to make your own journey and when we cross the sea, you will tell me all about it. Maybe one day, we will tell you about ours.” 
So, they started their journey that day, at the crack of dawn. She sneaked in the suitcase and let herself be carried away, feeling the safety of her father’s hand on the handle. Light entered and scattered warmth and a sense of optimism. It was as if she was in the belly of a strange sea monster that shook up and brought all sounds distorted. The girl, trapped in that new womb of another Trojan horse, she tried to listen to the outside world as she clasped the doll tightly. She listened to her father’s footsteps on the street and on the stones. Words like: “Be careful, the road is steep here”, or “We will stop in a while, not here”, were the only ones she heard. At first, his step was vivid, full of energy. As the light was fading out, like the day, so did his step. It was slower and heavier. Her parents walked and led her outside her room, out of her city and her world quietly but with a deafening tension. As much as she wanted to see what was going outside, she could not stretch her head in such a limited space. The content of the suitcase was her micro world. 
Her journey was a lonely one but she had already walked many kilometers in her own way. Holding her doll tightly, she passed a circus and freed all the chained elephants. They took her on their back and led her to their homes, at the heart of the enchanted forest and helped her climb the trees. Her father would be thrilled to hear all about her adventures as soon as their journey ended. The sun went down and the cold penetrated the suitcase. Her father’s step was getting slower just like her own. The wind hit her face as she hiked on the snowy mountain in the midst of the blizzard. She should not stay behind because the other climbers were far ahead and she didn’t want to get lost with her doll in that white spooky landscape. She was certain that she would be all right, although she was in great agony. Her troubled sleep got her more confused as she found herself suddenly at the bottom of a lake swimming with a school of goldfish with huge tails entangled in her hair and tickling her nose. The light was coming and leaving. Her father firmly held the suitcase and walked with determination towards a new world. She sometimes heard her mother’s voice speaking to her tenderly. Time had taken a different dimension. It unrolled and rolled back like that slinky, for which she was crazy about, when she was younger. 
She realized that the journey was coming to an end when she swayed with the sea. She tightly hugged her doll with relief and gave herself over to the reciprocating movement of the water that always has a way of imposing itself on the wilderness and fears. She wanted to see her parents so much! This time she wanted to walk with them the path towards the new world. She fell asleep and this time she was calm. 

Her nails stuck in the doll’s skin as the sea’s lullaby became wilder with the first drops sneaking in the suitcase. She was certain that her father would open it up and take her in his arms. But he didn’t. She panicked. Water continued to get in, in great speed. The sea was getting rough. There was darkness and water everywhere. She started screaming. Someone would listen to her and open the suitcase. With her small hands she started knocking on the walls in order to set herself free. The suitcase was filled with water and despair. No, she could not open it. Her heart was beating like a jungle drum. What had happened? Where were her parents? Would the journey abruptly come to its end? They promised her a new world after crossing the sea. She closed her eyes and, just before water filled her nostrils, she saw from the opening of the suitcase the huge sea monster approaching. She recognized it. She was found in its belly before. Perhaps her journey would start all over again.