Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2014

Ο ΔΙΑΦΑΝΟΣ ΑΝΔΡΑΣ

Έδιωξε τη σκόνη από τα μάτια του και προσπάθησε να τα κρατήσει ανοιχτά κόντρα στον ήλιο. Τυλίχτηκε περισσότερο στο σώμα του και αφέθηκε στο ρυθμικό ήχο της ανάσας του, της πόλης του, της ζωής του. Ήταν πολύ νωρίς και η πρωινή υγρασία και ψύχρα τον ανατρίχιαζαν. Περπατούσε αργά στον κεντρικό δρόμο της γειτονιάς του. Θυμόταν ότι εκεί κοντά είχε μεγαλώσει, είχε τσακωθεί με κάποια αγόρια, είχε πάει σινεμά, είχε κάνει άπειρες βόλτες με το ποδήλατό του, είχε κάνει άπειρες βόλτες με το σκύλο του. Όλες αυτές οι εικόνες ήταν σχεδόν διάφανες στο μυαλό του, μια θολή συλλογή εμπειριών που ένιωθε ότι τις είχε ζήσει κάποια στιγμή στο παρελθόν, αλλά τώρα σαν να βρίσκονταν ξεθωριασμένες στα πίσω ράφια της μνήμης του. Σαν να μπλεκόταν το τότε με το τώρα και αυτό που είχε φανταστεί τόσες φορές, να που έγινε μια ισχυρή πραγματικότητα στην οποία μπορούσε πλέον να ανατρέξει. Τα αυτοκίνητα που περνούσαν ήταν λιγοστά και ο δρόμος φάνταζε τόσο μεγάλος. Τίναξε τα φύλλα από τα μανίκια του και αφέθηκε στην απεραντοσύνη του αστικού τοπίου. Ο δρόμος ήταν παρήγορος, μια θάλασσα από άσφαλτο και ατελείωτες δυνατότητες διαδρομών. Χάζευε τα χιλιόμετρα που ανοίγονταν μπροστά του στη διασταύρωση, όταν θα άνοιγε και το φανάρι για τους πεζούς. Και  εκεί κοντοστάθηκε. Θαύμασε τα μεγάλα, γκρίζα κτίρια που φαίνονταν γερασμένα αλλά επιβλητικά απέναντί του. Έριξε μια διακριτική ματιά στον άντρα που στεκόταν δίπλα του και περίμενε το φανάρι. Ένας νεαρός με ακουστικά στα αυτιά και γυαλιά ηλίου, κόντρα στον ήλιο που έβγαινε, ψαχούλευε στην τσέπη της τσάντας του που κρεμόταν στον ώμο αμέριμνα. Μύριζε  φρεσκάδα, ορμή και άφτερ σέιβ. Το φανάρι άναψε. Ο νεαρός άνδρας  τον προσπέρασε και τον έσπρωξε περνώντας το χέρι του μέσα από το θώρακά του, σαν να μην τον είδε, και με μια μεγάλη δρασκελιά έφτασε στο απέναντι πεζοδρόμιο και συνέχισε το γρήγορο βηματισμό του. Ο άνδρας που έμεινε πίσω άρχισε να βήχει. Έμεινε ακίνητος. Ένας άνδρας χωρίς προορισμό και  χωρίς παρόν κόντρα στον ήλιο που έβγαινε. Κουλουριάστηκε κι άλλο στο σώμα του και έκανε μεταβολή προς το παρελθόν του.

THE TRANSPARENT MAN

He removed the dust from his eyes and he tried to keep them open against the sun. He wrapped himself tighter in his own body and let himself flow in the rhythmic sound of his breath, his city, his life. It was still too early and the morning humidity and chill made him shiver. He walked slowly in the main street of the neighborhood. He remembered growing up, getting into a fight with some boys, going to the movies, going for so many rides with his bike, going for so many strollings with his dog. All these images were almost transparent in his mind, a blurry collection of experiences that he felt he had witnessed some time in the past, but now they felt as if they were washed out at the back shelves of his memory. It was as if the past was mixed with the present, and what he had imagined so many times before was finally a powerful reality that he could relate to. The passing cars were few and the road seemed so big. He flicked the leaves from his sleeves and he let him himself dive in the vastness of the urban landscape. The street was comforting, a sea of asphalt and endless route possibilities. He gazed the kilometers opening in front of him just like the traffic light would turn green for the pedestrians at the intersection. And at that point he paused. He admired the big, grey buildings that looked old but imposing opposite him. He glanced discreetly at the man standing next to him waiting for the traffic light. A young man, with headphones in his ears and sunglasses against the sun coming out, was fumbling about in the pocket of his carefree hanging backpack. He smelled of freshness, energy and after shave. The light turned green. The young man overtook him and pushed him by passing his hand through his chest, as if he never saw him, and with a big stride he reached the pavement across the street and continued his quick pacing. The man who stayed behind started coughing. He stayed still, a man with no destination and no present, against the sun coming up. He wrapped himself even tighter into his own body and he reversed towards his past.