Δευτέρα 1 Ιουνίου 2015

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΣΙΝΗ ΡΑΧΗ



«Επιστροφή στο σπίτι της γιαγιάς. Ψάξε για το βιβλίο με την πράσινη ράχη. Σε φιλώ, θεία Κορτέσα».
   Είχε να την ακούσει πολύ καιρό και τώρα κρατούσε αυτό το αυστηρό της γράμμα και το διάβαζε πολλές φορές στο στενό κάθισμα τρένου, επιστρέφοντας στην Προσίντια, την πόλη όπου γεννήθηκε. Κάθε λέξη φαινόταν να έχει τη δική της βαρύτητα. Εμπιστευόταν απόλυτα το ένστικτο της ιδιαίτερης αυτής γυναίκας που τον μεγάλωσε όταν έχασε τους γονείς του σε μικρή ηλικία. Πολλοί την έλεγαν αλαφροΐσκιωτη και σκοτεινή αλλά εκείνος ήξερε ότι τίποτα από αυτά δεν ήταν αλήθεια. Του έλεγε τα πιο ιδιαίτερα παραμύθια όταν ξάπλωνε και μαζί κάνανε τους πιο ωραίους περιπάτους με παγωμένο τσάι και κρύα σάντουιτς. Ακόμα και τώρα, που ήταν ολόκληρος άντρας και είχε μετακομίσει μακριά, του ταχυδρομούσε πού και πού τα νέα της και του έστελνε φωτογραφίες της ζωηρής γάτας της. Και η ίδια είχε φύγει με τη σειρά της. Δεν μπορούσε να μένει μόνη της σε ένα άδειο σπίτι και τα τελευταία χρόνια ζούσε με την αδερφή της πίσω από τη λίμνη. Για να του ζητάει να γυρίσει πίσω και να ψάξει το βιβλίο με την πράσινη ράχη σίγουρα θα ήταν σημαντικό. Τα παράτησε όλα στo γραφείο του και πήρε το τρένο που σε λίγο θα σταματούσε στον τόπο του που είχε να επισκεφτεί τουλάχιστον είκοσι εφτά χρόνια. Σε ένα σάκο είχε πάρει μαζί του το χάρτη για να θυμηθεί την πόλη του, μια τόση δα κουκκίδα με δαιδαλώδεις δρόμους και σοκάκια, το σημειωματάριό του, τις αναμνήσεις του και μια μικρή δόση αγωνίας που προσπαθούσε να κρύψει στην πλαϊνή βοηθητική τσέπη. 
    Έφτασε λίγο πριν τις έντεκα το πρωί. Η Προσίντια του φάνηκε πιο μικρή και πιο ήσυχη, ή απλά ο ίδιος είχε μεγαλώσει και πλέον ήταν στα μέτρα του. Με το χάρτη στο χέρι, σαν ένας ταξιδευτής που έρχεται από μακριά, πήρε το δρόμο για το σπίτι της γιαγιάς. Διέσχισε τον κεντρικό δρόμο με το ταχυδρομείο που ήταν το μόνο που είχε μείνει όπως το θυμόταν αμυδρά. Υπήρχαν εμπορικά, άχρωμα καταστήματα και λιγοστοί κάτοικοι που τον κοίταξαν με περιέργεια ως νεοφερμένο. Το σπίτι βρισκόταν σε ένα αδιέξοδο. Δυσκολεύτηκε λίγο. Αντίκρισε ένα γερασμένο, μικρό σπίτι με κεραμίδια και έναν κήπο στο πίσω μέρος.
Εκεί είχε φυτέψει κάτι περίεργα δέντρα η θεία Κορτέσα που τα βράδια του καλοκαιριού πολλές φορές σαν να την άκουγε να τους ψιθυρίζει λόγια. Όταν την είχε ρωτήσει τι δέντρα είναι αυτά και τι τους λέει του είχε απαντήσει αποστομωτικά: «Δεν είναι δέντρα, είναι φίλοι μου. Δεν είναι λόγια, είναι υποσχέσεις.»
    Το κλειδί ήταν κάτω από το φθαρμένο χαλάκι της εξώπορτας. Ανακουφίστηκε γιατί αλλιώς θα χρειαζόταν να παραβιάσει την πόρτα. Με το που γύρισε το σκουριασμένο κλειδί στην κλειδαριά οι αναμνήσεις τον χτύπησαν σαν ένα πελώριο κύμα. Σκόρπιες εικόνες, λέξεις, διάλογοι, μυρωδιές, ο μικρόκοσμος ενός χώρου που δημιουργεί ένα σπιτικό. Σε αυτό το σπίτι είχε περάσει τα παιδικά του χρόνια και η απώλεια είχε πέσει σα μια βαριά κουρτίνα από νωρίς και το είχε σκεπάσει. Η θεία Κορτέσα έκανε ό,τι μπορούσε για να τον στηρίξει αλλά θυμάται ακόμα και τώρα πώς με τόσο ύπουλο τρόπο ο φόβος είχε τρυπώσει μέσα του. Δεν είχε φοβηθεί ποτέ το σκοτάδι αλλά λίγο μετά το θάνατο των γονιών του σε τροχαίο δεν μπορούσε να κοιμηθεί χωρίς την πόρτα μισάνοιχτη για να μπαίνει το φως του διαδρόμου. Κι όταν ερχόταν ο ύπνος ήταν φορτωμένος με εφιάλτες, ένα γενικότερο αίσθημα απειλής που το μετέφερε και την επόμενη μέρα στο σχολείο και στις δραστηριότητές του. Το σκοτάδι ήταν η είσοδος σε ένα μυστικό κόσμο όπου το κακό ήταν κυρίαρχο. Κράτησε πολύ αυτή η πάλη μέσα του και η προσπάθεια να την τιθασεύσει. Τα χρόνια πέρασαν από τότε και η ενήλικη ζωή είχε ήδη μπει από τη μισάνοιχτη πόρτα. Σπουδές, μετακόμιση στη μεγάλη πόλη, δουλειά, έρωτας, ο γάμος, το παιδί. Ένα καινούργιο κεφάλαιο στη ζωή του όπου το σκοτάδι απλά δεν προλάβαινε να μπει. Μόνο το τελευταίο εξάμηνο είχε βρει μια χαραμάδα. Οι αϋπνίες είχαν επιστρέψει και μια γενικότερη ανησυχία για το μέλλον, για το χρόνο που περνάει και όλα τα σημάδια που όσο και να προσπαθείς να κρύψεις πάντα βρίσκονται εκεί, σε μια χαραμάδα που αφήνει το σκοτάδι να μπει.  Στο τελευταίο γράμμα είχε ανοιχτεί στη θεία Κορτέσα. Της είχε μιλήσει για εκείνο το βάρος που ένιωθε, για το πόσο δεν μπορούσε να χαρεί πια τη ζωή και για το πόσο είχε αρχίσει να θέλει την πόρτα του μισάνοιχτη τα βράδια. Το γράμμα που έλαβε ήταν αυτό που κρατούσε τώρα στα χέρια του και τον προέτρεπε τηλεγραφικά να πάει πίσω στο παλιό, άδειο σπίτι. 
   
Την έσπρωξε δυνατά για να ανοίξει και του φαινόταν σαν κάτι να υπάρχει από πίσω και να βρίσκει αντίσταση. ‘Όσο τα μάτια του συνήθισαν σταδιακά στο μισοσκόταδο του χώρου, το ξάφνιασμα που ένιωσε τον μούδιασε. Αυτό που εμπόδιζε την πόρτα ήταν ένας τεράστιος όγκος από βιβλία. Βρίσκονταν ουσιαστικά παντού. Μισάνοιχτα, το ένα πάνω στο άλλο, σχημάτιζαν ένα σώμα που είχε απλωθεί σε όλο το δωμάτιο με μια γενναία δόση σκόνης. Κάλυπτε όλο το πάτωμα, έφτανε μέχρι το διάδρομο που οδηγούσε στη μικρή κουζίνα και στα υπνοδωμάτια και στο μπάνιο. Οι τοίχοι ήταν τελείως γυμνοί και δεν υπήρχαν καθόλου έπιπλα παρά μόνο μία παλιά ξύλινη πολυθρόνα που πάνω της είχαν σκαρφαλώσει βιβλία και έμοιαζαν να είχαν βολευτεί στα μπράτσα της. Έμεινε εκεί για να συνηθίσει την εικόνα αυτή για λίγο και πήρε μια βαθιά ανάσα μπαίνοντας μέσα. Ποτέ δε θυμόταν να υπάρχουν τόσα βιβλία στο σπίτι. Μα πού πήγαν όλα τα έπιπλα; Έκανε να τα σπρώξει για να προχωρήσει αλλά δυσκολεύτηκε. Πάτησε το διακόπτη για το φως αλλά δεν ανταποκρίθηκε. Το σαλόνι δεν είχε παράθυρο κι έτσι άφησε την πόρτα ανοικτή για να μπαίνει το φως της μέρας. Περπάτησε όσο πιο προσεκτικά μπορούσε πάνω τους. Η περίεργη αίσθηση ότι πατούσε ένα σώμα και όχι πεταμένα βιβλία κέρδιζε έδαφος. Χάζεψε αυτά που βρίσκονταν πάνω–πάνω. Κάποια ήταν εικονογραφημένα βιβλία του Ιούλιου Βερν που τον διάβαζε συχνά όταν ήταν μικρός, κάποια ήταν ταξιδιωτικά με παλιές γκραβούρες που δεν τα θυμόταν καθόλου, άλλα ήταν δερματόδετα και άλλα ήταν τόσο παλιά που ήταν έτοιμα να διαλυθούν. Μέσα σε ένα τέτοιο όγκο βιβλίων και σε αυτήν τη μορφή θα του έπαιρνε τουλάχιστον μια μέρα να βρει ένα συγκεκριμένο με πράσινη ράχη. Μα τι σκεφτόταν η θεία Κορτέσα όταν του ζήτησε κάτι τέτοιο; Κάθισε πάνω στην τεράστια στοίβα και προσπάθησε να τα ξεχωρίσει. ‘Έμοιαζαν σαν να είναι κολλημένα και κάθε ένα που κατάφερνε να τραβήξει ήταν σαν να ξεκολλάει ένα ζωντανό κομμάτι από ένα πολύ νοσηρό σύνολο που δεν μπορούσε να ερμηνεύσει. Τα περισσότερα βιβλία είχαν σκοτεινές εικονογραφήσεις. Στην αρχή δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω τους και πάλευε να θυμηθεί αν ήταν τα ίδια με αυτά της παιδικής του ηλικίας. Πολλές σκιές, πολύ σκοτάδι, η απειλή και ο κίνδυνος υπήρχε σε όλα σαν ένα υπονοούμενο που τα σκέπαζε. Ποτέ δεν είχε αντικρίσει τόσο σκοτεινή τη θάλασσα όσο σε εκείνον τον Μόμπυ Ντικ που φυλλομέτρησε, ποτέ δεν είχε νιώσει τέτοιο σφίξιμο στο στομάχι με την εικόνα εκείνου του Ροβινσώνα στο έρημο νησί. Όσα βιβλία έκλεινε και σιγουρευόταν ότι δεν είχαν πράσινη ράχη τα τοποθετούσε σε στοίβες κοντά στον τοίχο και έτσι προσπαθούσε να κάνει ένα πέρασμα, ένα μικρό διάδρομο που θα τον έβγαζε στην πίσω μεριά του σπιτιού. Εκμεταλλευόταν το φως που έμπαινε από την πόρτα και υπολόγιζε να τελειώνει όσο πιο γρήγορα μπορούσε και να ξεκουραστεί στον κήπο με τα περίεργα δέντρα της θείας Κορτέσας. Ένα μικρό στοίχημα με τον εαυτό του που έπρεπε οπωσδήποτε να κερδίσει.
     Όταν κοίταξε το ρολόι του ξανά είχαν περάσει ήδη πέντε ώρες. Ο ήλιος του μεσημεριού είχε ζεστάνει κάπως το χώρο αλλά όχι τις σκέψεις του. Ένιωθε πιο μπερδεμένος από ποτέ. Διέτρεχε τα βιβλία, είχε φτιάξει ένα υποτυπώδες πέρασμα, στοίβαζε τα βιβλία που τα περισσότερα είχαν μαύρη ή καφέ ράχη και μαζί με αυτά διέτρεχε τη ζωή του. Τα παιδικά του χρόνια, οι αναμνήσεις γύριζαν στο μυαλό του σαν τις σελίδες των βιβλίων και μπλέκονταν με μια γλυκόπικρη αίσθηση απώλειας. Ένιωθε το χρόνο εκείνο το μεσημέρι να  είναι αμείλικτος και τρομακτικός που περνάει και αφήνει πίσω του ίχνη και θραύσματα από ανασφάλειες, σωστές επιλογές ή όχι και πολλά «αν» που έχουν μείνει αναπάντητα. Μέσα σε αυτές τις πέντε ώρες είχε αρχίσει να αμφιβάλλει για όλα όσα θεωρούσε σίγουρα στη ζωή του. Τις σχέσεις του με τους γονείς του, τη δουλειά του, την οικογένειά του αλλά πάνω από όλα για τον ίδιο του τον εαυτό που δυσκολευόταν να τον διαχειριστεί ως ενήλικα. Μια δόση φόβου και απογοήτευσης είχε βγάλει ρίζες σταδιακά μέσα του και όσο περνούσε η ώρα, τόσο έβρισκε μάταιο το εγχείρημα. Πού θα το έβρισκε αυτό το βιβλίο ανάμεσα σε τόσα; Tι νόημα είχαν όλα αυτά;
   Το μεσημέρι έγινε απόγευμα και εκεί λίγο πριν χαθεί τελείως το φως της ημέρας κάτι περίεργο άρχισε να συμβαίνει στο ήδη περίεργο σκηνικό. Το βιβλίο με τον τίτλο “Τα μυστικά της Μαύρης Θάλασσας” άρχισε να στάζει.
Όχι, όχι, κυριολεκτώ. Μικρές μαύρες σταγόνες ένιωσε στα δάχτυλά του και πότισαν τις σελίδες. Οι σταγόνες αυτές έγιναν ένα μικρό ρυάκι που κύλησε στις σελίδες των άλλων βιβλίων που βρίσκονταν σχεδόν κολλημένα το ένα με το άλλο, έγινε αστραπιαία ένα μαύρο ποτάμι που γέμισε το δωμάτιο, χωρίς να χύνεται στην ανοιχτή πόρτα, ένας ορμητικός χείμαρρος που η στάθμη του ανέβαινε επικίνδυνα, που τον παρέσυρε με την ορμή του. Τον έσπρωξε στο διάδρομο και όσο τα κύματα ψήλωναν, απεγνωσμένα προσπαθούσε να πιαστεί από ένα γυμνό σπίτι με χιλιάδες βιβλία που είχαν παρασυρθεί κι αυτά σε αυτήν τη μανιασμένη θάλασσα. Πόσο μάταιο ήταν να φτιάχνει τόση ώρα έναν διάδρομο για να περάσει όταν, σε κλάσματα δευτερολέπτων, όλα είχαν γίνει μια μαύρη δίνη που τον έσπρωχνε μόνο προς τα πάνω. Τον χώριζαν λίγα εκατοστά από το ταβάνι πια. Του φαινόταν αδιανόητο ότι θα πνιγόταν μέσα στο σπίτι που μεγάλωσε από λίγες μαύρες σταγόνες που είχαν γίνει μια ορμητική μαύρη θάλασσα. Με κοφτές ανάσες χτυπούσε με τα χέρια του και τα πόδια του το ταλαιπωρημένο ταβάνι που του φαινόταν σαν τη μόνη σωτηρία. Χτυπούσε μανιασμένα με κραυγές, σαν ένα αγρίμι εγκλωβισμένο στο πιο περίεργο κλουβί. Το πείσμα του δικαιώθηκε και μια τρύπα άνοιξε στη στέγη και πιάστηκε αμέσως από την άκρη της. Τα νερά άρχισαν να υποχωρούν με έναν θόρυβο που έμοιαζε με λυγμό, αλλά ίσως και να το φαντάστηκε.
Βρισκόταν κρεμασμένος από εκείνη την τρύπα στην οροφή που τον χωρούσε ίσα-ίσα να σκαρφαλώσει. Το σώμα του πονούσε παντού αλλά κατάφερε να βγει στα κεραμίδια και να ξαπλώσει ξέπνοος και τρομοκρατημένος σε μια γωνιά που του φαινόταν σταθερή. Το λιγότερο που ήθελε τώρα ήταν να γκρεμιστεί από τα κεραμίδια.
     Η καρδιά του βρήκε τους ήρεμους παλμούς της και ανακάθισε. Ο κήπος στο πίσω μέρος του σπιτιού φαινόταν όπως τον θυμόταν, μόνο που τώρα είχε γίνει πια ζούγκλα, αφού κανείς δεν τον περιποιόταν πια. Ξερά χόρτα είχαν μπλεχτεί στα περίεργα δέντρα της θείας Κορτέσας. Η πόλη φαινόταν από ψηλά τώρα τόσο μικρή και μακρινή. Η ανησυχία που είχε μέχρι τώρα φαινόταν τόσο ασήμαντη μπροστά σε αυτήν την περιπέτεια που μόλις είχε ζήσει. Ο κάθε φόβος του φαινόταν ανούσιος μπροστά στα απειλητικά μαύρα νερά που παραλίγο να τον πνίξουν. Γύρισε το βλέμμα του και είδε ένα σκονισμένο βιβλίο κοντά στην άκρη της στέγης. Με πολύ προσεκτικές κινήσεις έφτασε κοντά του και το πήρε στα χέρια του. Το φύσηξε για να φύγει η σκόνη που είχε και δύο μικρά φύλλα ξερά που είχαν κολλήσει πάνω του. Το εξώφυλλο ήταν σκούρο και τα γράμματα είχαν σβηστεί. Το άνοιξε και το φυλλομέτρησε. Κάποιες σελίδες ήταν σκισμένες και είχαν κιτρινίσει λίγο από τον καιρό αλλά όλες ήταν άδειες. Καμία λέξη δεν είχε γραφτεί. Ήταν ένα ταλαιπωρημένο, κενό από λέξεις βιβλίο. Χαμογέλασε πονηρά. Ήταν σίγουρος πως, αν το γύριζε στο πλάι να δει τη ράχη του, θα ήταν πράσινη. Το γύρισε. Γέλασε δυνατά. Η δερμάτινη, φθαρμένη ράχη του είχε μια χακί απόχρωση.  Άφηνε το γέλιο του να το πάρει ο αέρας και να το μεταφέρει σε μια πόλη που θα άφηνε σε λίγο για να προλάβει το τρένο. Θα γύριζε στην ενήλικη ζωή του, σε ό,τι φοβόταν και πίστευε ότι τον πήγαινε πίσω. Θα έπαιρνε τη σημερινή, ξαφνική του μαύρη θάλασσα για να του θυμίζει ότι οι μεγάλοι φόβοι και αναστολές της καθημερινότητας είναι για να ρίχνεται μέσα τους όπως έκανε και σήμερα. Ο χρόνος θα έφερνε πολλά στο πέρασμα του. Καλό θα ήταν να συμφιλιωθεί μαζί του, στο βαθμό που μπορούσε. Το πρώτο πράγμα που θα έκανε όταν έφτανε σπίτι θα ήταν να στείλει το βιβλίο στη θεία Κορτέσα, χωρίς φυσικά να της γράψει κάτι. Θα ακολουθούσε τους κανόνες της. Αυτό που του πέρασε από το μυαλό ήταν πώς θα κατέβαινε από τη στέγη κι η σκέψη αυτή τον έκανε να γελάσει ακόμα πιο δυνατά. 

THE BOOK WITH THE GREEN SPINE

   
“Return to grandma’s house. Look for the book with the green spine. Best regards, aunt Cortesa.”
    He hadn’t heard from her for a long time and now he held her strict letter and read it many times in the narrow train seat, as he returned to Prosidia, his hometown. Every word seemed to have its own gravity. Ηe completely trusted that special woman’s instinct who took care of him after his parents’ death when he was a young boy. People would call her moonstruck and moody but he knew that no such thing was true. She would tell him the most peculiar fairy tales when he went to bed and they would have the greatest walks with ice tea and sandwiches. Even now, that he was no longer a small boy and had moved away, she would mail him her news and occasionally send him pictures of her energetic cat. She had also left. She couldn’t live all by herself in an empty house and she had moved to her sister’s house behind the lake. It must have been important to ask him to return in order to search for a book with a green spine. He quit everything in his office and took the first train that was about to stop in his town that he hadn’t visited for at least twenty seven years. He had in his backpack a map to remember his town, a small dot with streets and alleys like a maze, his memories and a touch of anxiety that he tried hard to hide in a small, extra pocket. 
     He arrived just before eleven o’ clock. Prosidia seemed smaller and quieter, or he had just grown up and it was now up to his measures. With the map in his hand, like a traveler coming from afar, he took the road to grandma’s house. He crossed the main road with the post office being the only building left just like he faintly remembered it. There were toneless stores and a few residents who looked at him with curiosity as the newcomer. The house was at a dead end. He had a hard time finding it. Ηe faced an aged, small house with tiles and a garden at the back.
Aunt Cortesa had planted there some weird trees that during the summer nights he sometimes heard her whisper to them. When he asked her what kind of trees they were and what kind of words she whispered, the answer was unexpected. “They are not trees, they are my friends. They are not words but promises.”
    The key was under the worn front door’s mat. He was relieved to find it there because otherwise he would have to break the door. As soon as he turned the rusted key to the key hole, the memories hit him like a huge wave. All the scattered pictures, words, dialogues, smells, the microcosm of a space that creates a home. In this house he had spent his childhood and the loss had fallen on it like a heavy curtain from the very start. Aunt Cortesa did whatever she could to support him but he still remembered how fear had sneaked inside him in a tricky way. He had never been afraid of the dark but, shortly after his parents’ death in a car accident, he couldn’t sleep without the door being ajar to let the light of the corridor in. And when he finally fell asleep, they were too many nightmares, a general feeling of threat which he carried along the next day at school and all of his activities. Darkness was the gate to a secret world where evil was dominant. This fight within him and the struggle to restrain it lasted for a long time. The years passed since then and adult life had already entered through the half opened door of the corridor. Studies, moving to the big city, work, love, marriage, the kid, a new chapter in his life where darkness had simply no time to sneak in. Only six months ago it found a small crack. Insomnias were back and a general feeling of anxiety for the future, for the time passing by and all of its signs that, no matter how hard you try to hide them, they are always there, in a crack that let darkness sneak in. In his last letter to aunt Cortesa, he was open about it. He had written to her about that weight he felt, about his inability to feel the joys of life anymore and about his wish to have the door half open at night. The letter that he received was the one he was holding right now in his hands, urging him telegraphically to go back to the old, empty house. 
    
He pushed hard to open it and it looked like there was something behind it and held a resistance. As his eyes gradually got used to the twilight of the room, the surprise he felt made him numb. What prevented the door from opening was a huge pile of books. They were actually everywhere. Half opened, one on top of the other, they formed a body that had spread all over the room with a rich powder of dust above them. It covered the entire floor that reached up to the corridor leading to the small kitchen and the bedrooms and the bathroom. The walls were completely empty and there were no furniture except an old, wooden armchair on which the books had climbed and seemed comfortable at her arms. He stayed there for a while to get used to this image and he took a deep breath as he entered. He never remembered to have so many books in the house. But what happened to all the furniture? He tried to push them to get in the room but he found it hard. He switched on the light but never responded. The living room had no windows so he let the door open to let the daylight in. He stepped on them as carefully as he could. The strange feeling that he was stepping on a body and not on scattered books was getting stronger within him. He had a look at the ones that were on top. Some were illustrated books of Jules Verne whom he often read when he was a kid, some were travel books with old engravings that he didn’t remember at all, others were leather bound and others were so old that they were about to dissolve. In such a stock of books and in this form, it would take him at least a day to find a book with a green spine. What on earth was aunt Cortesa thinking? He sat on the huge stack of books and tried to separate them. They looked as if they were glued between them and every one that he managed to pull out of the pile it was as if he unstuck a living piece from a rotten ensemble that he was not capable of interpreting. Most of the books had illustrations. At first he couldn’t take his eyes off them and he struggled to remember if they were the same ones from his childhood. Too many shadows, too much darkness, nothing was clear, the threat and the danger existed in every single one of them like an insinuation that covered them. He had never faced the sea as dark as in that Moby Dick he touched, he had never felt that pain in the stomach as the one he felt when he saw that image of Robinson Crusoe in the desert island. He placed the books, that he made sure had no green spine, in piles near the wall and in that way he tried to make a path, a small corridor that would lead him to the back of the house. He used the light coming from the door and estimated to finish as fast as he could to get some rest in the garden with aunt Cortesa’s strange trees. A small bet with himself that he had to win. 
     When he looked at his watch again five hours had already passed. The midday sun had somewhat warmed up the place but not his thoughts. He felt more confused than ever. He riffled   through the pages of the books, he had made a vestigial path, he stacked the books which most of them had black or brown spine and with them he riffled through the pages of his life. The memories turned in his mind like the pages of the books and were entangled in a bittersweet sense of loss. He strongly felt that afternoon time to be relentless and terrifying that passes by and leaves behind traces and fragments of insecurities, right choices or not, and a lot of “ifs” that have been left without an answer. Within these five hours he had started doubting about everything he felt that was certain in his life like the relationship with his parents, his job, and his family but above all the relationship with himself that he found so difficult to deal with as an adult. A sense of fear and frustration had gradually grown inside him and as time went by, the more pointless he found the whole thing. Where was he to find this book among so many others? What was the meaning of all this?
    Noon became afternoon and, just before the daylight completely disappeared, something strange began to happen in the already strange set. The book entitled “The secrets of the Black Sea” started dripping.
No, I mean it, literally. He felt on his fingers small, black drops and they went through the pages. These small drops became a stream that rolled on the pages of the other books that were almost glued to one another. It instantly became a black river that filled the room, without a drop spilled through the open door, an impetuous torrent whose level dangerously raised that carried him away with its strength. It pushed him to the corridor and the more the waves grew taller, the more desperately he tried to hold on to something from a bare house with thousands of books that were also swept away in this raging sea. How hopeless was it for him to try to make a path for so long, when in less than a minute, everything had become a black vortex that pushed him to the top. A few centimeters were now between him and the ceiling. It seemed impossible that he was about to drown himself in the house he grew up by some small black drops that became a furious sea. He struck with his hands and feet the worn ceiling that seemed to be the only solution breathlessly. He wildly hit it crying like a beast trapped in the weirdest cage ever existed.  Eventually a hole opened in the roof and he immediately grabbed the edge of it. The water began to recede with a noise that resembled a sob, but then again he might have imagined it.
He was hanging from that hole on the ceiling whose size was scarcely big enough for him to climb on the rooftop. His body ached everywhere but he managed to get to the roof tiles and lie down in a corner that seemed solid without a breath and feeling terrified. To fall off the tiles was the least that he wanted right now. 
   His heart found its calm pulses and he sat up. The garden at the back of the house looked the way he remembered it, only now it was more like a jungle, since no one took care of it anymore. Dried brushwood was tangled in between aunt Cortesa’s strange trees. The city looked so small and distant from the roof. The anxiety he had so far seemed so insignificant in front of this adventure he had just experienced. Every fear was meaningless in front of the threatening black waters that nearly drowned him. He turned his head and saw a dusty book at the edge of the roof. He reached it with very careful moves and took it in his hands. He blew it first to make the dust and the two dried leaves that had stuck go away. The cover was dark and the letters from the title had been erased. He opened it and he browsed it. Some pages were torn and a bit yellow from the passing time but they were all blank. Not a single word had been written. It was a worn, empty from words book. He cunningly smiled. He was certain that if he turned it sideways to have a look at the spine, it would be green. He turned it. He laughed out loud. The leather, worn spine was khaki. His laughter came out without an effort and was carried by the wind into the city that he would leave in a while to catch the train. He would return to his adult life, to whatever he was afraid of and thought that kept him behind. He would take the sudden, black sea to remind him that great fears and restrains are only there so that he can dive into them like he did today. Time would bring so much along its way. It would be better to reconcile as much as he could. The first thing that he would do the minute he would step his foot on his house, would be to send the book to aunt Cortesa, without of course explaining anything to her. He would follow her rules. But his major concern right now was how on earth he would come down from the roof and that thought made him laugh even harder.