Τετάρτη 1 Μαρτίου 2017

Ο ΕΘΕΛΟΝΤΗΣ 7: ΒΟΛΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ

«Απίστευτο! Μένω τόσο καιρό στην Μπόουβιλ και δεν ήξερα ότι υπήρχε βιβλιοθήκη», είχε αναφωνήσει ο Χάρης όταν, πάνω σε μια τυχαία κουβέντα με τους δίδυμους φοιτητές στον κήπο, έμαθε για την ύπαρξη μιας μικρής βιβλιοθήκης στον όγδοο όροφο μιας παλιάς πολυκατοικίας. Οι δίδυμοι δεν πήγαιναν συχνά αλλά του έδωσαν τις χρήσιμες πληροφορίες. 
«Μην περιμένεις να δεις κάτι το φοβερό, είναι δύο μεγάλα δωμάτια με ράφια και στοιχειώδη αρχειοθέτηση, αλλά η κυρία που την τρέχει είναι συμπαθέστατη και πολύ διακριτική».  
Ο Χάρης πήγε το πρώτο πρωινό της άδειάς του. Ο προσωπάρχης τού είχε δώσει μια εβδομάδα και είχε πετύχει διάνα ως προς τη χρονική στιγμή. Τώρα, περισσότερο από ποτέ, είχε ανάγκη από χρόνο. Χρόνο  να κυλήσει, χρόνο να τακτοποιήσει τις σκέψεις του και να βάλει σε μια σειρά το παρελθόν του, το παρόν του και το μέλλον του. Χρόνο μακριά από τη Σιέρρα και την καθημερινή ρουτίνα. Από τότε που είχε ξεκινήσει η περιπέτεια με το « ταξίδι της ζωής του», δεν είχε προλάβει να βάλει σε μια σειρά τα γεγονότα. Ένιωθε ότι όλα έτρεχαν και φοβόταν ότι έτρεχαν προς τη λάθος κατεύθυνση. Είχε έρθει αντιμέτωπος με δικά του τραύματα που, όσο κι αν ο ίδιος πίστευε ότι είχαν κλείσει, τελικά παρέμεναν ορθάνοιχτα. Η προσωπική του πορεία με όλες τις επιλογές και το τίμημα για κάθε μία από αυτές είχε μπει κάτω από το μικροσκόπιο και ήθελε το χρόνο για να τις τακτοποιήσει εντός του όπως έπρεπε. Το να βρεθεί στο ησυχαστήριο μιας βιβλιοθήκης ήταν το ιδανικό μέρος για να επανεξετάσει τη ζωή του και να προσπαθήσει, όχι να ξεχαστεί μέσα στις σελίδες των βιβλίων, αλλά να βρει χώρο για να συμφιλιωθεί με αυτόν που τον στοίχειωνε. Τον εαυτό του.
Στο κουδούνι υπήρχε ένα μισοσβησμένο Β. Ανέβηκε με το βρώμικο ασανσέρ μέχρι τον όγδοο. Βρήκε την πόρτα ανοιχτή στο τέλος του σκοτεινού διαδρόμου. 
«Περάστε στο βάθος», άκουσε μια ώριμη γυναικεία φωνή. Μπήκε σε ένα φωτεινό προθάλαμο με ολόλευκους τοίχους και ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι στο κέντρο με ένα παλιομοδίτικο φωτιστικό με κίτρινο κουραστικό φως. Διέσχισε το τραπέζι και μπήκε στο κυρίως δωμάτιο με τα ντέξιον στους τοίχους που έφταναν μέχρι το ταβάνι φορτωμένα με βιβλία. Τα ντέξιον συνεχίζονταν και στο δεύτερο δωμάτιο, με την ηλικιωμένη κυρία να κάθεται πίσω από ένα μικρό γραφείο με διάφορα χαρτιά απλωμένα μπροστά της. 
«Καλημέρα, δε σας έχω ξαναδεί στη βιβλιοθήκη μας», τον καλωσόρισε βγάζοντας τα γυαλιά της και στερεώνοντάς τα στα άσπρα της μαλλιά. 
«Ναι, παρόλο που μένω αρκετό καιρό στην πόλη, δεν ήξερα για αυτό το μέρος», της απάντησε ο Χάρης. 
«Ωραία, θα σας γράψουμε μέλος και θα μπορείτε να έρχεστε όσο συχνά θέλετε για να διαβάζετε εδώ. Τα βιβλία δε φεύγουν από το χώρο», του είπε με ένα αυστηρό ύφος και πήρε το στυλό στα χέρια της για να περάσει τα στοιχεία του Χάρη στον μάλλον μικρό κατάλογο συμμετοχών. 
«Ναι, το δυστύχημα είναι ότι δεν έχουμε πολλά μέλη, αλλά είναι λογικό. Ποιος διαβάζει στις μέρες μας;» απολογήθηκε διακριτικά, βλέποντας το βλέμμα του Χάρη να μένει καρφωμένο στον κατάλογο. «Ό,τι χρειαστείτε, είμαι στη διάθεσή σας. Μπορείτε να με φωνάζετε Βιόννη.»
 Έδωσε τα στοιχεία του κι άρχισε να περιπλανιέται στους στενούς διαδρόμους. Ναι, σίγουρα δεν ήταν μια μεγάλη βιβλιοθήκη αλλά μετά από πολύ καιρό τριγύριζε ανάμεσα σε βιβλία που μύριζαν χαρτί, γύρισμα σελίδων και σκόνη. Βιβλία τέχνης, κλασική λογοτεχνία, λίγα δοκίμια, αρκετά μυθιστορήματα και αστυνομικά με τις πλέον ταλαιπωρημένες ράχες. Ναι, ένιωθε υπέροχα, σχεδόν ευτυχισμένος να τα αγγίζει και να μην ξέρει τι να πρώτο-διαλέξει για να το φυλλομετρήσει στο μεγάλο τραπέζι στον προθάλαμο. Είχε την ψευδαίσθηση της πλήρους προστασίας, σαν να βρισκόταν στη μήτρα της μητέρας του. Δεν ακουγόταν τίποτα από το δρόμο και τα γύρω διαμερίσματα. Ήταν λες και βρισκόταν σε ένα κουκούλι αυτοσυγκέντρωσης. Στάθηκε στο ράφι με τα βιβλία της τέχνης και χάιδεψε τις ράχες των σκληρών εξώφυλλων. Βρισκόταν εκεί που έπρεπε να είναι αυτή τη στιγμή. Το παρελθόν του ερχόταν και τον γέμιζε. Ήθελε να βρει μια χαραμάδα συμπάθειας και συγχώρεσης για τον ίδιον. Ήθελε να βρει τη δύναμη να μην είναι τόσο αυστηρός κριτής του εαυτού και το βασικότερο όλων, ήθελε να βάλει τη ζωή του σε μια σειρά. Τελικά τι είχε γίνει μετά από εκείνον τον άθλιο καυγά με τον πατέρα του; Πώς συνεχίστηκε η ζωή του; Τι μονοπάτι διάλεξε;
Το γρύλισμα τον έκανε να τα χάσει. Το βιβλίο με τα έργα του Κοκόσκα έπεσε από τα χέρια του. Γρύλισμα στη βιβλιοθήκη, όπου βρισκόταν μόνο ο ίδιος κι η ηλικιωμένη κυρία Βιόννη; Το γρύλισμα έγινε τώρα γαύγισμα και έκανε τον Χάρη να τα χάσει ακόμα περισσότερο. Ακουγόταν ακριβώς από πίσω του. Τρομαγμένος γύρισε να δει τι γίνεται. Πιάστηκε από τα ντέξιον για να μη λιποθυμήσει. Μπροστά του δε βρισκόταν το δωμάτιο με τα αμέτρητα βιβλία. Ο ίδιος δεν ήταν στον όγδοο όροφο της παλιάς και βρώμικης πολυκατοικίας. Μπροστά του έβλεπε τον Κίνδυνο, το μαύρο σκύλο της γειτονιάς του. Μπροστά του έβλεπε το σταυροδρόμι στον παλιό του δρόμο. Εκεί είχε νοικιάσει το πρώτο του σπίτι. Ο ίδιος είχε βρεθεί για άλλη μια φορά σε εκείνο το σταυροδρόμι των αποφάσεων και των διλημμάτων. Μέσα του χάθηκε και μια τελευταία ελπίδα που του είχε μείνει για την έκβαση των πραγμάτων. Τώρα ήξερε ότι μετά από ό,τι είχε γίνει με τον πατέρα του, δεν τα κατάφερε να ολοκληρώσει την επανάστασή του και δούλεψε δίπλα του, κάτω από τη σκιά του, μισώντας αυτό που έκανε αλλά και τον εαυτό του για κάθε μέρα που περνούσε στο γραφείο του. Τώρα ήταν περίπου είκοσι πέντε ετών. Η αγαπημένη του στιγμή μες στην ημέρα ήταν όταν έκλεινε την πόρτα του γραφείου με το όνομά του τυπωμένο σε χρυσό χρώμα και γυρνούσε στο δικό του σπίτι. Έκλεινε τη δική του πόρτα και άφηνε άλλη μια χαμένη μέρα πίσω του με συμβόλαια ζωής. Το σπίτι δεν ήταν κάτι σπουδαίο αλλά ήταν το δικό του καταφύγιο.
 Το τελευταίο τρίμηνο τα απογεύματα έβλεπε ένα μαύρο μεγαλόσωμο σκύλο να κάνει βόλτες στα στενά. Ήταν φιλικός και από ότι είχε προσέξει τον τάιζαν οι γείτονες του. Του άρεσαν τα χάδια και πολλές φορές όταν τον έβρισκε να κόβει βόλτες στο σταυροδρόμι, του σφύριζε να έρθει κοντά του και έκαναν μαζί βόλτα το τετράγωνο, πριν πάει ο Χάρης στο σπίτι του. Για τον ίδιο η επαφή με τον τετράποδο αυτό σύντροφο γινόταν ένα είδος ψυχοθεραπείας. Έδιωχνε τη συσσωρευμένη ένταση και οργή από μέσα του. Η σύντομη αυτή βόλτα έγινε ένα μέρος της καθημερινότητάς του που ο ίδιος αποζητούσε. Όταν ο σκύλος ερχόταν κοντά του, ήταν μάλλον απρόσεκτος και τις πρώτες φορές γλίτωσε από θαύμα τη ρόδα του αυτοκινήτου. 
«Εσύ είσαι σωστός κίνδυνος», του είχε πει ο Χάρης και κάπως έτσι του έμεινε το όνομα. Χαμογελούσε στη σκέψη ότι βγαίνει βόλτα με τον Κίνδυνο, αυτόματα τον έκανε να νιώθει ατρόμητος . Συνήθως έκαναν στάση στο παρκάκι πίσω από το σχολείο, όπου ο Κίνδυνος μύριζε και κατούραγε όλους τους θάμνους, ο Χάρης θα έκανε τσιγάρο και μετά θα έπαιρναν το δρόμο του γυρισμού, διασχίζοντας τη λεωφόρο. Κάποιες φορές μοιραζόταν μαζί του φέτες ζαμπόν που αγόραζε από το μίνι μάρκετ της γειτονιάς και τις έτρωγαν στα σκαλιά της εισόδου της πολυκατοικίας του. Χωρίς να είναι δικός του, τον ένιωθε κοντά του. 
Δεν ήταν σίγουρος γιατί είχε γυρίσει πίσω σε αυτή τη χρονική στιγμή της ζωής του. Κάποιος θα σκεφτόταν ότι δεν ήταν και τόσο σημαντική. Το ίδιο πέρασε και από το δικό του μυαλό. Κι όμως. Το θυμόταν αυτό το απόγευμα. Είχε περάσει μια δύσκολη μέρα στο γραφείο με πολλή πίεση και άλλον έναν καυγά με τον πατέρα του. Ήταν Παρασκευή και η προσμονή του σαββατοκύριακου ήταν εξαιρετικά παρήγορο. Είχε βρει τον Κίνδυνο να τριγυρίζει κοντά στη διασταύρωση και, μόλις τον είδε, έτρεξε κοντά του κουνώντας την ουρά του.  Ο Χάρης ναι μεν χάρηκε που τον είδε, αλλά δεν είχε διάθεση για την καθιερωμένη τους βόλτα. Τον χάιδεψε στο κεφάλι, του έδωσε το μπισκοτάκι του και τον προσπέρασε. Ήθελε να πάει σπίτι και να αράξει στον καναπέ του. Ίσως αργότερα να κανόνιζε να συναντήσει τους φίλους του για καμιά μπύρα. Ίσως. Προς το παρόν, προσπέρασε την κοινωνικότητα και συνέχισε για το σπίτι. Ο Κίνδυνος  γάβγισε βλέποντας τον αρσενικό του φίλο να μην του δίνει περισσότερη σημασία. Του γάβγισε κουνώντας την ουρά του. Ο Χάρης συνέχιζε προς το σπίτι. Ο Κίνδυνος άρχισε να γρυλίζει με παράπονο. Ο Χάρης ξεκλείδωσε την πόρτα του σπιτιού του και τρύπωσε στην πολυκατοικία του. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που είδε τον Κίνδυνο. Πέρασαν μέρες. Ρώτησε τους γείτονες που τον τάιζαν αν είναι καλά. Είχαν να τον δουν και αυτοί μέρες. Μπορεί να τον είχαν πάρει, μπορεί να τον είχε χτυπήσει αυτοκίνητο, μπορεί να του είχαν ρίξει φόλα, μπορεί να έφυγε απλά. Κανείς ποτέ δεν έμαθε τι απέγινε ο Κίνδυνος. Πέρασε ο καιρός και δεν τον είδαν ξανά στα μέρη τους. Ο Χάρης είχε νιώσει τότε πολύ άσχημα γιατί, ουσιαστικά, ποτέ δεν του είχε δοθεί  η ευκαιρία να περάσει εκείνο το τελευταίο απόγευμα με τον αθώο φίλο του. Βέβαια, πού να ξέρει ότι θα εξαφανιζόταν; 
Και τώρα τον έβλεπε μπροστά του να του γρυλίζει να γυρίσει πίσω να πάνε τη βόλτα τους. Κουνάει την ουρά του, είναι εκεί όλο ενέργεια και ζωή. Ο Χάρης, όντας πάλι εικοσιπεντάχρονος, το βρήκε σαν την ιδανική στιγμή να επανορθώσει. Τον χάιδεψε ξανά στο κεφάλι και στην κοιλιά του. Γέλασε πηγαία και η όρεξη για βόλτα ξαναγύρισε. Διέσχισαν τη λεωφόρο και πήραν την αγαπημένη τους διαδρομή. Έμειναν λίγο παραπάνω στο πάρκο αυτή τη φορά. Όταν έφτασαν πάλι στο σημείο που συνήθως αποχωρίζονταν, του έδωσε το μπισκοτάκι του και τον φίλησε στο κεφάλι, κάτι που δεν είχε ξανακάνει στο παρελθόν. Τον είδε να παίρνει από πίσω τη σκυλίτσα της ηλικιωμένης κυρίας Έμερσον που έμενε στο διπλανό του διαμέρισμα. 
«Μην πετάτε τα βιβλία στο πάτωμα σας παρακαλώ κύριε Στίλτον», άκουσε την φανερά εκνευρισμένη φωνή της κυρίας Βιόννης από το βάθος. 
Είχε γυρίσει πάλι απότομα, όπως κάθε φορά άλλωστε, στη βιβλιοθήκη του όγδοου ορόφου. Στο πάτωμα όντως έβλεπε δύο βιβλία τέχνης. Θα του έπεσαν από το σάστισμα προφανώς. Ντράπηκε για την παρατήρηση γιατί δεν θα το έκανε ποτέ αυτό.

Δε θα μάθαινε την αλήθεια ούτε αυτή τη φορά για το τι έγινε με τον Κίνδυνο, αλλά άρχιζε να καταλαβαίνει γιατί ήρθε αυτό το περιστατικό στο προσκήνιο. Τώρα ήξερε πού βρισκόταν. Το παρελθόν του ουσιαστικά δεν είχε αλλάξει καθόλου. Η πορεία του ήταν αυτή που θυμόταν και αυτό ήταν που τον τρομοκρατούσε. Οι κουστουμαρισμένοι κύριοι με τις μάσκες τον προετοίμαζαν για το γεγονός που είχε στιγματίσει τη ζωή του και του πρόσφεραν μια δεύτερη ευκαιρία ίσως. Και μόνο στη σκέψη αυτής της πιθανότητας τον έλουζε κρύος ιδρώτας. Ο χρόνος ήταν μπροστά του και μακάρι να τον έβγαζε ψεύτη. 

THE VOLUNTEER 7: A STROLL WITH DANGER

“I can’t believe it! I‘ve been living in Bowieville for so long and I didn’t know there was a library” Harry cried out when, during a casual chat with the twins in the garden, he found out there was a small library on the eighth floor of an old block of flats. The twins didn’t often visit it but they gave him useful information. 
“Don’t expect something grand, it’s just two big rooms with shelves and elementary filing, but the lady who is in charge is very sweet and discreet”.
Harry went on the first day of his week off. His personnel officer had given him a week off and it was perfect timing. Now, more than ever, he needed time. Time to roll, time to arrange his thoughts and his past, his present and his future. Time away from Sierra and the daily routine. Since this adventure with the “journey of his life” started, he didn’t have the chance to put the events in order. He felt that everything was running so fast and to the wrong direction. He confronted his own wounds which, even though he thought they had closed, they remained wide open. His personal path with all the options and the price for every one of them had been put under the microscope and he needed the time to arrange them appropriately inside him. Being in a the retreat of a library was the ideal place to re-examine his life and try not to get lost into the pages of the books, but to try to find the space to reconcile with the one that haunted him. Himself. 
There was a half-erased B on the bell. He took the dirty elevator to the eighth floor. He found the door open at the end of the dark corridor.
“Come in” he heard a mature female voice. He walked into a bright foyer with white walls and a large wooden table in the center with an old-fashioned lamp with tedious yellow light. He walked past the table and he entered the main room with dexion shelves that reached the ceiling loaded with books. The shelves continued in the second room, with the elderly lady sitting behind a small desk with various papers spread out before her. 
“Good morning, I haven’t seen you before in our library”, she welcomed him taking her glasses off and placing them on her white hair.
“Yes, even though I live in town long enough, I didn’t know about this place”, Harry answered.
“Fine, you will be enlisted and you will be able to come and read as often as you wish. You cannot take the books with you”, she said in a strict way and she took the pen in her hands to write down Harry’s personal data in the rather small list of members. 
“Yes, it is a great misfortune that we don’t have many members but it is reasonable. Who reads now days?” she apologized discreetly watching Harry’s look gazing the list. ‘I am at your disposal whatever you need. You can call me Vionni.”
He shared his data and he started wandering through the narrow corridors. Yes, it certainly was not a big library but, after a long time, he wandered among books that smelled paper, the turning of pages and dust. Art books, classical literature, a few essays, several novels and crime stories with the weariest spines. Yes, he felt wonderful, almost happy to touch them without knowing which to browse first at the large table. He had the illusion of complete protection, as if he were in his mother’s womb. You could not hear anything from the street and the surrounding apartments. It was as if he were into a concentration cocoon. He stood by the shelf with the art books and caressed the spines of the hard covers. He was where he should be. His past was coming and it was filling him. He wanted to find a glimmer of compassion and forgiveness for himself. He wanted to find the strength not to be such a harsh judge of himself and, above all, he wanted to put his life in order. What had happened after that miserable fight with his father? How did his life continue? Which path hid he choose?
The growl made him shake. The book with Kokoschka’s work fell off his hands. A growl in the library where there were only himself and Mrs. Vionni? The growl became a barking and made Harry shake even more. It sounded right behind him. He turned in fear to see what was going on. He grabbed the shelves to avoid fainting. In front of him there was no room with countless books. He himself was not on the eighth floor of the old and dirty block of flats. In front of him he saw Danger, the black dog of his neighborhood. In front of him he saw the crossroad of his old street. It was where he had rented his first flat. He was once again in a crossroad of decisions and dilemmas. A remaining last hope inside him was lost concerning the outcome of the events. Now he knew that, after everything that had happened with his father, he never made it to complete his revolution and he worked by his side, under his shadow, hating what he did but himself as well for every single day he spent in his office. Now he was about twenty- five years old. His favorite part of the day was when he closed the office door, with his name printed in gold, behind him and returned to his apartment. He shut his own door and left behind him another lost day with life insurance contracts. The house was not something special but it was his refuge. The last three months in the afternoons he saw a big black dog wandering in the small alleys. It was friendly and he had noticed that the neighbors fed it. It liked the caresses and sometimes when Harry found it on the crossroad, he whistled so that it approached him and they would walk together around the block before Harry went home. It was like a psychotherapy for him. The contact with this four legged companion turned away the accumulated anger inside him. This short walk became a part of his routine which he was looking forward to. When it approached him, the dog was rather careless and at first it escaped the car miraculously. 
“You are pure danger”, Harry had said so the dog stuck with the name. He smiled at the thought that he walked with Danger, automatically that made him feel fearless. They usually made a stop at the small park behind the school, where Danger usually smelled and pissed all the bushes and Harry would smoke a cigarette and afterwards they would return, crossing the avenue. Sometimes they would share bacon slices which Harry bought from the neighborhood’s convenience store and they would eat them at the block of flat’s entrance stairs. Without being his owner, he felt close to him.
He was not sure why he had returned to this specific moment of his life. One might think that it was not so important. This thought crossed his own mind as well. Still it truly was. He remembered that afternoon. A difficult day at the office had passed with a lot of pressure and another fight with his father. It was Friday and longing for the weekend was extremely comforting. He had found Danger waiting for him at the crossroad and when he saw him he ran towards him, wagging his tail. Harry was glad to see him but he was not in the mood for their usual walk. He patted his head, gave him a cookie and walked past him. He wanted to go home and lay down on the couch. Maybe later, he would arrange to meet his friends for a beer. Maybe. For now, he walked by the sociability and headed to the house. Danger barked at his male friend who didn’t pay attention to him. He barked wagging his tail. Harry was heading to his house. Harry started growling with complaint. Harry unlocked the door and sneaked in his block of flats. That was the last time he saw Danger. Days went by. He asked the neighbors who fed him if he was all right. They hadn’t seen him for days. Someone might have taken him, he might be hit by a car, he might be poisoned, and he might have just left. Nobody ever found out what happened to Danger. Time passed and they never saw him again in the neighborhood. Harry had felt bad back then because he never actually had the chance to spend that last afternoon with his innocent friend. Of course, who knew that he would disappear? 
And now he saw him in front of him growling for that walk of theirs. He wagged his tail, he was there in full energy and life. Harry, being again a twenty-five year-old young man, found it the ideal moment to make amends. He patted him on the head again and on the belly. He spontaneously laughed out loud and the mood for a walk returned. They crossed the avenue and took their favorite route. They stayed a little bit longer in the park this time. When they came to their usual point where they departed, Harry gave him his cookie and kissed him on the head, something he had never done before. He saw him follow Mrs. Emerson’s female dog, who lived in the apartment next door. 
«Please don’t throw the books on the floor, Mr. Stilton”, he heard the clearly irritated Mrs. Vionni’s voice at the back of the room. 
He had suddenly, as always, returned to the library of the eighth floor. He actually saw two art books on the floor. They clearly must had fallen from his hands out of surprise. He was embarrassed because he would never do such a thing.

Nor this time he would find out the truth about Danger, but he started to understand why this event appeared. Now he knew where he was standing. His past actually had not changed at all. The path was the one he remembered and this was something that terrified him. The men with the masks in suits prepared him for the event that had stigmatized his life and maybe offered him a second chance. Only the thought of that possibility made him sweat. Time was ahead and he wished it proved him wrong.