Παρασκευή 1 Μαΐου 2015

ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ

 Είχε γυρίσει από τη  νύχτα  του για λίγο, για όσο κρατάει ένα τσιγάρο. Για την ακρίβεια, δεν ήξερε καν ότι μπορούσε να το κάνει. Απλά έκλεισε τα μάτια του πολύ σφιχτά όταν τον πλημμύρισαν οι θύμησες. Τα κράτησε έτσι και μεταφέρθηκε εκεί, στο παλιό τους σπίτι με το μεγάλο κήπο. Του είχε λείψει τόσο όσο δεν μπορούσε να παραδεχτεί ούτε καν στον εαυτό του. Είχε χαθεί σε εκείνα τα ζεστά μαγιάτικα μεσημέρια που την ακολουθούσε στον κήπο και έπεφταν στις ρίζες της ελιάς για ένα σύντομο ύπνο. Θα τους νανούριζαν τα διάφορα μαμούνια που πετούσαν από πάνω τους και τα φύλλα που χόρευαν με το ελαφρύ αεράκι. Θα της χάιδευε τα μαλλιά και εκείνη απλά θα έμενε ασάλευτη στο στέρνο του και θα βαριανάσαινε. Εκείνος θα άναβε ένα τσιγάρο και θα κάθονταν έτσι κάτω από το ζεστό ήλιο. Μια καθημερινή ιεροτελεστία, ένα μικρό τελετουργικό που όριζε για αυτούς τον ερχομό της άνοιξης. Τη ζούσε τόσο έντονα αυτήν την εικόνα που την επόμενη στιγμή που άνοιξε τα μάτια του ήταν εκεί. Στάθηκε κάτω από την καμάρα της αυλόπορτας και κοίταξε με δυσκολία κόντρα στον ήλιο του μεσημεριού. Ο κήπος ήταν κατάξερος και μόνο οι ελιές είχαν μείνει για του τον θυμίζουν. Το σπίτι είχε μισογκρεμιστεί. Ο χρόνος είχε περάσει επιθετικά αλλά χωρίς να μπορεί να τον υπολογίσει. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε; Λίγος ή πολύς, δεν είχε σημασία. Το μόνο που μετρούσε ήταν η ζέστη που ένιωθε στα μάγουλά του και οι αναμνήσεις που γεννούσαν μέσα του ένα άλλου είδος εκτυφλωτικό φως και συγκίνηση. Η γεύση του καπνού γέμισε το στόμα του και τα δάχτυλά του μπόρεσαν να νιώσουν τις απαλές τούφες των ξέμπλεκων μαλλιών της. Τα έφερε κοντά στα ρουθούνια του. Μύριζαν χώμα και δεν ήταν σίγουρος αν υπήρχε εκεί και λίγο από το άρωμά της ή αν απλά ήθελε πολύ να το μυρίσει. Έμεινε έτσι για λίγο. Ρούφηξε όσο πιο λαίμαργα μπορούσε το φως και την άνοιξη που του αναλογούσε. Για όσο κρατάει ένα τσιγάρο… 

SPRING AFTERNOON

 He had returned from his night, for as long as a cigarette lasts. In fact, he didn’t even know that he was capable of such a thing. He just closed his eyes tightly when the memories came. He kept them like that, and he was transferred to their old house with the big garden. He had missed it so much, that he couldn’t even admit it to himself. He was lost in those hot afternoons of May, when he would follow her to the garden and lay on the olive’s roots for a nap. Various little bugs that flew above them and the leaves dancing with the light breeze would be their lullaby. He would caress her hair and she would just stay still on his chest and breathe heavily. He would light a cigarette and they would just stay there under the hot sun. It was a daily ritual, a small ceremony that meant that spring was here for them. This image was so intense, that when he opened his eyes again, he was there. He stood beneath the arch of the entrance gate and he looked with difficulty against the midday sun. The garden was parched and only the olive trees were there to remind him of it. The house was almost ruined. Time had aggressively passed but he was not able to measure it. How could he anyway? It didn’t matter. All that mattered was the heat he felt on his cheeks and the memories that created a different kind of glorious light and sentimental mood. The taste of smoke filled his mouth and his fingers could feel the soft locks of her loose hair. He brought them close to his nostrils. They smelled earthy and he wasn’t sure if there was a touch of her perfume in there or he was just dying to sense it. He stayed like that for a while. He greedily inhaled as much light and spring he could, for as long a cigarette lasts…