Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2013

H ΣΚΑΛΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΟΔΗΓΕΙ ΠΟΥΘΕΝΑ

Είχε περάσει τα τελευταία πενήντα οχτώ χρόνια της ζωής του σε αυτούς τους χώρους.Ένα μικρό διαμέρισμα με δύο υπνοδωμάτια, μια κουζίνα στο χρώμα της μουστάρδας,με ένα μπαλκονάκι που βλέπει στον ακάλυπτο. Ένα μπάνιο με ροζ πλακάκι, που τόσο μισούσε σαν χρώμα, με ένα μικροσκοπικό παράθυρο. Ένα χολ που ένωνε αυτά τα μικρά τετράγωνα με πόρτες που έτριζαν. Μπορούσε να το περπατήσει με τα μάτια κλειστά. Τέσσερα βήματα από το κρεβάτι μέχρι την πόρτα, άλλα πέντε και φτάνεις στο ψυγείο, άλλα εννέα και ποτίζεις τη γλάστρα στο τραπέζι του σαλονιού. Ήξερε από μνήμης πού ήταν το ράγισμα στο πλακάκι στην κουζίνα πάνω από το νεροχύτη, τι σχήματα είχε αποκτήσει κατά καιρούς η υγρασία στο ταβάνι του χολ, με πόση δύναμη έκλεινε η μπαλκονόπορτα στην κρεβατοκάμαρα. Ήξερε κάθε γωνιά του, κάθε κρυψώνα του. Του ήταν τόσο οικείο όσο το ίδιο του το σώμα, όσο κάθε ρυτίδα, όσο κάθε φθορά που έβλεπε και ένιωθε. Το σπίτι αυτό μαράζωνε όσο κι εκείνος, γερνούσε και γεννούσε ανάγκες όπως το κορμί του, σκοτείνιαζε σταδιακά όπως και η ζωή του.
Μόλις είχαν παντρευτεί και όλα φάνταζαν καινούργια. O χρόνος είχε άλλη αίσθηση και διάρκεια. Εκείνη δακτυλογράφος και εκείνος υδραυλικός. Αγόρασαν αυτό το διαμέρισμα στην Πατησίων στον έκτο όροφο γιατί ήταν σε κεντρικό δρόμο της πόλης, κοντά στα μαγαζιά που τόσο της άρεσαν, κοντά στο Πεδίον του Άρεως όπου έκαναν τον κυριακάτικό τους περίπατο, γιατί ήταν ρετιρέ. Τότε ήταν ένα σπίτι καινούργιο. Μύριζε η μπογιά και το άφηναν ανοιχτό να αερίζεται. Τότε ήταν κι αυτοί νέοι. Άφηναν ανοιχτό το μυαλό τους για το καινούργιο. Μια ολόκληρη ζωή στους τοίχους αυτού του σπιτιού ,να μεγαλώνει μαζί του.
Πολλές φορές τα σκέφτεται αυτά τα παλιά. Αναπολεί, κλείνει τα μάτια, επιστρέφει νοερά στο καινούργιο που ακόμα δεν έχει δείξει τα σημάδια της φθοράς και του θανάτου. Στο παρελθόν του νιώθει ασφάλεια. Νιώθει γεμάτος που εκεί υπάρχουν ακόμα οι άνθρωποι που αγαπάει. Το κάνει συχνά. Τον τελευταίο καιρό όλο και περισσότερο. Σήμερα όμως όλα θα αλλάξουν.
Είναι στην κουζίνα και φτιάχνει τον καφέ του στο μάτι της κουζίνας. Μόλις έχει ξημερώσει. Δε βλέπει καθαρά ακόμα και ανοίγει και το φως. Στερεώνει τα γυαλιά του, που όλο γλιστράνε, στη μύτη του. Στον ακάλυπτο χαζεύει τα κλειστά παράθυρα των απέναντι. Ένα καζανάκι ακούγεται πού και πού, ο θόρυβος που κάνει το ασανσέρ καθώς οι πρώτοι ένοικοι αναχωρούν για τις δουλειές τους, η κάτω πόρτα της πολυκατοικίας που κλείνει με φόρα. Ανακατεύει τον καφέ με τα δάχτυλα που τρέμουν. Η προχθεσινή εφημερίδα στο τραπέζι της κουζίνας. Τον κουράζει να διαβάζει αλλά προσπαθεί, για να μη σκουριάζει το μυαλό. Σε λίγες αράδες τα έχει παρατήσει αλλά νιώθει καλά. Του τη φέρνει το παιδί από το ψιλικατζίδικο κάθε τρίτη μέρα. Ο καφές φουσκώνει. Τον χύνει στο φλιτζάνι της, το πορτοκαλί με τα λουλουδάκια. Τα τελευταία χρόνια πίνει μόνο σε αυτό τον καφέ του και το γάλα του το βράδυ. Με βήμα που σέρνει, σχεδόν, αφήνει το μπρίκι στο μαρμάρινο νεροχύτη. Και τότε του τραβάει το βλέμμα.
Μία μεταλλική σκάλα έξω από το μπαλκονάκι του στην κουζίνα. Γαντζωμένη στην άκρη, δίπλα στον κάδο για τα σκουπίδια. Μία κατηφορική σκάλα που δεν είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή του. Μα είναι δυνατόν; Αυτή η σκάλα δεν υπήρχε εκεί. Ανοίγει την πόρτα και με φόβο βγαίνει έξω. Κοιτάζει προς τα κάτω. Κι όμως. Δεν έκανε λάθος. Μια στριφογυριστή σκάλα με σκουριασμένη κουπαστή και στενά σκαλοπάτια που θυμίζουν λαβύρινθο. Τον πιάνει ίλιγγος. Η καρδιά του χτυπάει δυνατά. Πρέπει να δει αν φτάνει μέχρι το ισόγειο και μετά να ρωτήσει και τους άλλους ενοίκους αν την έχουν χρησιμοποιήσει. Μα πιο πολύ πρέπει να την ανακαλύψει για εκείνον τον ίδιο. Ένας εισβολέας σε ένα σώμα γνώριμο.
Βγαίνει με τις φθαρμένες του πιζάμες και κοντοστέκεται. Θα το τολμήσει. Πιάνεται από την κουπαστή που είναι ακόμα δροσερή από την βραδινή ψύχρα. Ανάσα και αρχίζει να κατεβαίνει. Και τότε είναι που έρχονται όλα στο μυαλό. Το σπίτι αρχίζει και ζωντανεύει, ζωηρεύει. Του έρχεται στο μυαλό η εικόνα της τους πρώτους μήνες στο σπίτι, μόλις έχουν παντρευτεί. Είναι τόσο νέα, το δέρμα της σχεδόν διάφανο. Νιώθει στα χείλια του τα φιλιά που του έδινε σε κάθε δωμάτιο, ακούει τους βραδινούς στεναγμούς της του έρωτα. Συνεχίζει να κατεβαίνει με αργό βήμα, προσεκτικό. Να τη τώρα στο κρεβάτι τους με το μικρό τους γιο, κουρασμένη αλλά ευτυχισμένη. Ακούει το γέλιο της γάργαρο. Σκαλί και εικόνα. Όλη η ζωή του περνάει από μπροστά του καρέ- καρέ. Η ζωή του στο σπίτι αυτό. Τότε που χτύπησε το παιδί στη γωνία του κρεβατιού και το έτρεχαν για ράμματα στο κεφάλι, τη νύχτα που πέθανε ο πατέρας του και ήπιε πολύ για να παρηγορηθεί, τα ατελείωτα βαρετά σαββατοκύριακα στα πεθερικά του για φαγητό. Ο μικρός, φαντάρος πια, όταν γύρισε στην πρώτη του άδεια και μπήκε με τη στολή στο σπίτι. Σκαλί και συγκίνηση. Τα ξαναζεί όλα. Περνούν μπροστά από τα μάτια του. Χρειάζεται να κοντοστέκεται σε κάθε σκαλί, να παίρνει ανάσα και δύναμη. Όσο κατεβαίνει τόσο τα σκαλιά πολλαπλασιάζονται. Κατεβαίνει αλλά βρίσκεται στο ίδιο σημείο συνέχεια. Βλέπει τα βράδια που χαζεύει το σώμα της στο κρεβάτι. Έχει διογκωθεί, δεν είναι θελκτικό. Είναι το σώμα της συνήθειας. Τα χάδια είναι μηχανικά, βουβά. Ο γιος τους έρχεται για φαγητό μετά το γάμο του πού και πού τα σαββατοκύριακα. Νιώθει την αμηχανία της νεαρής του νύφης, της αγγλίδας που προσπαθεί να μιλήσει τα ελληνικά. Οι εξετάσεις της γυναίκας του δεν είναι καλές. Καρκίνος επιθετικός. Προσπαθεί τώρα να ανέβει τα σκαλιά. Δεν τον νοιάζει να δει πού φτάνει αυτή η σκάλα. Το ξέρει ήδη. Δεν οδηγεί πουθενά. Μόνο πίσω στο χρόνο. 
Στη νοσταλγία και στη θύμηση. Σφίγγει τα χέρια του στα κάγκελα. Μετά τα νοσοκομεία και τις θεραπείες γυρνάνε σπίτι. Δε μιλάνε για αυτό αλλά είναι εκεί. Τα βράδια της χαϊδεύει τα ροζιασμένα της χέρια, επιστρέφει σε αυτό το σώμα που τόσο αγαπά και ξέρει ότι θα είναι για λίγο ακόμα κοντά του. Γυρίζει σε εκείνο το πρωί που τη βρίσκει με τα μάτια ανοιχτά να κοιτάζει το ταβάνι που θέλει βάψιμο. Είναι κι αυτό γέρικο όπως κάθε τι στο σπίτι. Κάθεται σε ένα σκαλί. Ο γιος του φεύγει στην Αγγλία για ένα καλύτερο μέλλον, μακριά από εδώ. Δάκρυα κυλούν από τα μάτια του. Βγάζει τα γυαλιά του. Βλέπει όλα εκείνα τα βράδια που είναι μόνος του, σκέφτεται τη ζωή του, πώς την ξόδεψε, πώς του δόθηκε και τι του έμεινε. Ένα κλάμα σιωπηλό, ανώφελο.




THE STAIRCASE ΤΟ NOWHERE


He had spent the last fifty-eight years of his life in these spaces. A small flat with two bedrooms, a kitchen in the colour of mustard, with a small balcony viewing the open space. A bathroom in pink tiles that he detested as a colour, with a tiny window and a hallway that united these small squares with doors that creaked. He could walk in it with his eyes closed. Four steps from the bed to the door, five more and you reach the refrigerator, nine more and you water the plant on the living room table. He knew from memory where the crack in the kitchen tile above the sink was, what shapes the damp on the hall ceiling had gradually taken, with how much strength the bedroom door closed. He knew every corner of it, every hiding place. It was as familiar to him as his own body, as every wrinkle, as every wear he saw and felt. This house languished as much as he did, got old and produced needs like his body did, got darker little by little  just like his life.
They had just got married and everything seemed new. Time had another sense and duration. She was a typist and he was a plumber. They bought this flat on Patision Street on the sixth floor because it was on a central city street, near the shops that she liked so much, near Pedion Areos where they had their Sunday walks, because it was a penthouse. It was a new house back then. You could still smell the paint and they let it open for the air to come in. They were young back then. They let their minds open for the new to come in. Α whole life on the walls of the house , growing old with them.
He is thinking of those days many times. He looks back, he closes his eyes, he mentally returns to that new that hasn’t shown the signs of wear and death yet. He feels safe in his past. He is fulfilled that there are still people he loves in there. He does it often. Nowadays, even more. But today, everything is going to change.
He is in the kitchen, making his coffee. It’s dawn. He doesn’t see properly and he opens the light. He fixes his glasses that slip all the time on his nose. He stares at the closed windows opposite of him at the open space. Every now and then he can hear the toilet flush, the noise that the elevator makes while the first tenants leave for their work, the door downstairs shutting down. He stirs the coffee with trembling fingers. The day before yesterday newspaper on the table. He finds it tiring to read but he tries, not to get rusty. He gives up in a few lines but he feels good with himself. The boy from the mini market brings it every third day. The coffee is bubbling. He pours it in her cup, the orange one with the flowers. He drinks his coffee or his milk at night only in that cup the last few years. With a dragging step, he leaves the coffee pot on the marble sink. And then it draws his attention.
A metal staircase out of his balcony in the kitchen. Hooked at the edge next to the garbage bin. A downward staircase that he had never seen in his life. Is it possible? It wasn’t there. He opens the door in fear and steps out. He looks down. He wasn’t mistaken. A spiral staircase with a rusted handrail and narrow steps that remind him of a labyrinth. He feels dizzy. His heart is beating like a drum. He must check if it reaches the ground and then ask the other tenants if they have used it. But above all, he must discover it for himself. An intruder in a familiar body.
He goes out in his rubbed pajamas and he stands. He will go for it. He grabs the handrail, still cool from the night chill.  He catches his breath and he starts descending. And then it all comes to him. The house is getting back to life. A picture of her during the first months of their marriage in the house is in his mind. She is so young, her skin is almost transparent. He feels on his lips the kisses she gave him in every room. He hears her night love sighs. He keeps on going down with a slow, careful pace. There she is in their bed with their baby son, tired but happy. He hears her gurgling laugh. Every step is an image. His whole life is passing in front of him, frame by frame. His life in this house. Back then when the boy hit himself at the corner of the bed and they rushed him for stitches at the head, the night when his father died and he drank himself out for consolation, the endless boring weekends at his parents’ in-law for dinner. When the boy, in the army, returned home with days off and entered the house in his uniform. In every step there is emotion. He is reliving everything. It passes through his eyes. He has to stand in every step, hold his breath and get some strength.  The further down he goes, the more the steps become. He is descending but still remains at the same spot. He is watching the nights when he takes a look at her body on their bed. It has grown large, not seductive any more. It has become the body of habit. The caresses are mechanical, silent. Their son comes for dinner after his marriage, every now and then at the weekends. He feels his young bride’s awkwardness who is trying to speak in Greek. His wife’s medical tests are not good. Attacking cancer. He is now trying to go up. He doesn’t care anymore to see the end of the staircase. He already knows. It doesn’t lead anywhere. Only back in time, in nostalgia and remembrance. 
He clenches his hands on the bars. They come back home after the hospital treatment. They don’t talk about it too much but it is there. At nights, he caresses her aged hands, he returns to this body that he loves and he knows that it will be with him just for a while. He returns to that morning when he finds her with her eyes open staring at the ceiling that needs painting. That too is old, just like everything else in the house. He sits on a step. His son is leaving for England for some kind of future, far away from here. Tears are rolling from his eyes. He takes off his glasses. He sees all those nights that he is alone, thinking of his life, how he spent it, how it was given to him and what there is left of it. A silent, pointless cry.