Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2019

BLUE ENTER - II/III - ΘΥΜΑΜΑΙ ΦΟΥΞΙΑ

Γύρισε το παγωμένο πόμολο και η πόρτα άνοιξε με ένα τρίξιμο. Ήταν σίγουρος ότι θα του κοβόταν η αναπνοή από την αγωνία.  Μπήκε σε ένα μικρό δωμάτιο. Τα μάτια του συνήθισαν σιγά σιγά στο λιγοστό φως που έμπαινε από τα κατεβασμένα στόρια στο παράθυρο. Τα φώτιζε όλα ροζ, σχεδόν φούξια. Δεν είχε πέσει καθόλου έξω. Ήταν η κουζίνα του πατρικού του σπιτιού στην Καλλιθέα, πνιγμένη σε ένα ροζ τόνο. Ήταν το ίδιο δωμάτιο με την ίδια διαρρύθμιση και σχεδόν τα ίδια αντικείμενα. Ο Μάνος ήταν σίγουρος ότι είχε μπει σε ένα όνειρο, οπότε περίμενε, όσο μπορείς να είσαι προετοιμασμένος βέβαια, να βιώσει την παράξενη οικειότητα που έχουμε στα όνειρα. Πάντα τα δωμάτια είναι τα ίδια αλλά στο βάθος έχουν μεγάλες διαφορές, πάντα τα πρόσωπα, ενώ παίζουν το ρόλο μιας συγκεκριμένης ιδιότητας, σε ξεγελάνε στο τέλος. Έτσι και τώρα. Ο Μάνος αναγνώριζε το δωμάτιο αλλά ήταν και αρκετά ξένο. 
Το πατρικό του σπίτι είχε μαρμάρινο νεροχύτη και το παράθυρο ακριβώς από πάνω είχε μια λουλουδάτη κουρτίνα, που είχε διαλέξει η μάνα του και πολύ της άρεσε, ενώ σε εκείνον καθόλου και όταν είχε αεράκι ανέμιζε. Εδώ ο νεροχύτης ήταν ανοξείδωτος και το παράθυρο είχε σκονισμένα στόρια. Στη θέση που θυμόταν το τραπέζι όπου έτρωγαν όλοι μαζί και το άνοιγαν για να χωρέσουν οι θείοι και τα ξαδέρφια του που έρχονταν στη γιορτή του, τώρα υπήρχε μια βιβλιοθήκη με βιβλία και μικρά βάζα, αρκετά ακατάστατα και σκονισμένα. 
Ο Μάνος πλησίασε τη βιβλιοθήκη και το μάτι του έπεσε σε μια φωτογραφία που ήταν δίπλα σε ένα μεγάλο μπολ. Μια μικρή κραυγή βγήκε από το στόμα του και έμεινε έκπληκτος με τη δύναμή της. Κρατούσε μια φωτογραφία του εαυτού του όπως ήταν εκείνη τη στιγμή στον ίδιο χώρο με τα ίδια ρούχα και με την ίδια έκφραση. Ή κάποιος του έκανε μια κακόγουστη φάρσα ή όλο αυτό είχε αρχίσει να παίρνει τη μορφή ενός εφιάλτη. 
«Τι έγινε; Τόσο πολύ τρόμαξες που με είδες;» άκουσε μια φωνή πίσω του και ο Μάνος απλά πάγωσε. 
Αυτή τη φωνή θα την αναγνώριζε ανάμεσα σε χιλιάδες. Ήταν η δική του φωνή. Γύρισε δειλά, μην ξέροντας τι θα αντικρίσει. Ο εφιάλτης όλο και πύκνωνε και έπρεπε να βρει έναν τρόπο να ξυπνήσει άμεσα. Απέναντί του είχε το δεκάχρονο εαυτό του, όπως ήταν τότε που έμενε σε αυτό το σπίτι, αλλά με την ενήλικη φωνή του. Φορούσε το αγαπημένο του φούτερ και τα αθλητικά του με τα κορδόνια που φωσφορίζανε. Στο χέρι του κρατούσε την μπάλα του μπάσκετ και κατάλαβε ότι θα πήγαινε να παίξει με τους φίλους του από το σχολείο που έμεναν εκεί κοντά. 
"Μπορείς να μου πεις τι σημαίνουν όλα αυτά ;» ρώτησε ο Μάνος τον μικρό του εαυτό. 
O πιτσιρίκος τον κοίταξε έντονα στα μάτια και του απάντησε κοφτά:

«Νομίζω ότι ξέρεις γιατί ήρθες πάλι εδώ. Μεγαλώνεις και τρέμεις στην ιδέα της ενηλικίωσης. Πάω να παίξω μπάσκετ με τα παιδιά και μακάρι στην επόμενή μας συνάντηση να είσαι καλύτερα. Δε σου πάνε τα μούσια πάντως να ξέρεις.»

BLUE ENTER - II/III - I REMEMBER FUCHSIA

He turned the frozen knob and the door opened with a creak. He was certain that he would stop breathing out of anxiety. He entered a small room. His eyes gradually got used to the dim light coming from the lowered window blinds. It made it all pink, almost fuchsia. He was not mistaken. It was the kitchen of his father’s house in Kallithea filled in a pink tone. It was the same room with the same arrangement and almost the same objects. Manos was certain that he was in a dream so he waited, as much as you can be prepared, to feel that strange intimacy that we have when we dream. The rooms are always the same but they have many differences in the background. The faces, while they play a certain role of character, they trick you in the end. That was happening right now. Manos recognized the room but in the same time, it was also unfamiliar. 
His father’s house had a marble sink and the window just above it had a flower curtain that his mother had chosen and much liked, while on the other hand he detested, and it flapped in the breeze. Here the sink was stainless steel and the window had dusty blinds. In the place where he remembered the table, where they ate all together and they opened its extension for his uncles and cousins to sit on his name day, now there was a library with books and small jars, quite messy and dusty.
Manos approached the library and he saw a photo next to a big bowl. A small cry came out of his mouth and he was surprised by its strength. He held a picture of himself the way he was that very moment in the same room with the same clothes and the same expression. Someone either pulled a prank of bad taste on him or it all began to take the form of a nightmare. 
“What happened? Did I scare you that much?” he heard a voice behind him and Manos just froze. 
He would recognize that voice among thousands. It was his own voice. He turned reluctantly, not knowing what to face. The nightmare was getting deeper and he had to find a way to wake up immediately. He had his ten-year-old self opposite him as he looked like when he lived in this house but with his adult voice. He wore his favorite hoodie and the sneakers with the fluorescent cords. He held his basketball ball in one hand and he realized he was going to play with his friends from school who lived nearby.
“Can you tell me what does everything mean?” Manos asked his junior self.
The small boy stared at him and rudely answered him:

“I think you know why you came here again. You are getting old and you are afraid of the whole idea of adulthood. I am going to play basketball with my friends and I wish you are feeling better next time. By the way, the beard doesn’t  suit you.”