Σάββατο 1 Ιουνίου 2013

ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ


Τον είχε φέρει εκεί που ξεκίνησαν όλα. Στην πόλη της που ποτέ δεν ήταν σταθερή. Όπως κι εκείνη. Η πόλη κινούνταν ανάλογα με τις διαθέσεις του υπόγειου ρεύματος. Την άφησε να τον πάει εκεί που ήθελε. Δεν είχε νόημα να της φέρει οποιαδήποτε αντίσταση. Όσο το ρεύμα τον έσερνε μέσα από τα υγρά στενά της πόλης, το βλέμμα του έτρεχε. Δεν είχαν αλλάξει και πολλά όλα αυτά τα χρόνια. Οι ίδιες υγρές κολόνες με τα βρύα, τα κίτρινα παλιακά ξεσκέπαστα αυτοκίνητα με τους ιππόκαμπους στο τιμόνι, τα φλούο απειλητικά σαλάχια με τις ηλεκτροφόρες ουρές τους, οι εκτυφλωτικές επιγραφές νέον, οι άνθρωποι με το υποψιασμένο βλέμμα. Η εικόνα της τον περίμενε πίσω από κάθε κλειστό παράθυρο. Σταμάτησε ένα σερνόμενο ταξί με μισοσπασμένα τζάμια για να τον πάει στο μόνο μέρος που ο χρόνος θα είχε σταματήσει.
Το μπαρ του Τζακ βρισκόταν στην άκρη της πόλης. Η πιο σκοτεινή πόρτα με τα πιο σκοτεινά μυστικά. Ιστορίες που μένουν στα ποτήρια και στα γεμάτα τασάκια με τα αποτσίγαρα. Στεκόταν στο βάθος πίσω από τη μπάρα. Ο χρόνος και η νύχτα είχαν γράψει χιλιόμετρα πάνω του. Είχαν γράψει και μια βαθιά φιλία. Σκούπιζε σκυμμένος ένα ποτήρι. Τον αναγνώρισε σηκώνοντας το κεφάλι του. Του χαμογέλασε σφιγμένος και ακούμπησε ένα σκονισμένο μπουκάλι στη μπάρα. Ήξερε ότι ήταν αυτό που έπινε στο προηγούμενο ταξίδι του. Δεν το είχε σερβίρει σε κανέναν από τότε. Του έβαλε τρία θολά δάχτυλα ελαστίνης με τζιν και έμεινε για λίγα λεπτά σιωπηλός. Τόσο όσο χρειαζόταν για να ζεστάνουν και οι δύο συναισθηματικά τις αναμνήσεις τους.
Να φέρουν το παρελθόν στο παρόν. Να φέρουν εκείνη ανάμεσά τους. Τότε εκείνη είχε αποτρέψει τα σχέδια του. Τον είχε μαγέψει και την είχε ερωτευτεί. Είχαν συναντηθεί στο μπαρ του Τζακ και σε ένα λεπτό είχαν ειπωθεί τα πάντα χωρίς ούτε μια λέξη. Εκείνη τους δηλητηρίαζε με το άρωμα της. Εκείνος είχε έρθει από πολύ μακριά  με σκοπό να τη σκοτώσει. Λύγισε στο βλέμμα της. Τον άφησε να ζήσει. Ο Τζακ τους είχε ζήσει. Είχε ζήσει έναν άντρα μοναχικό να μην κάνει τη δουλειά που του έχουν αναθέσει και ένα περίεργο θηλυκό να χάνει τη δύναμη του. Έχασαν και οι  δύο τα πρέπει στα θέλω τους.
Ο Τζακ έλυσε πρώτος τη διαπεραστική σιωπή. Του μίλησε για όλα όσα είχαν συμβεί αυτά τα χρόνια. Τον πρώτο καιρό εκείνη είχε εξαφανιστεί. Την πόνεσε πολύ η απουσία του. Έφυγε μακριά από την πόλη, μακριά από το νερό. Γύρισε πολύ ταλαιπωρημένη και πολύ θυμωμένη. Κρύφτηκε στον αγαπημένο της ακάλυπτο και έμεινε εκεί για λίγο. Ένα βράδυ πέρασε από το μαγαζί. Θαμπή και ανήσυχη. Τον ρώτησε αν ήξερε κάτι για εκείνον, αν τον είχε δει. Το βλέμμα της σκοτείνιασε στην αρνητική απάντηση. Έφυγε βιαστικά. Το ήξεραν και οι δύο. Τα καινούργια θύματα θα υπήρχαν μόνο και μόνο για να του τραβήξουν την προσοχή. Με το άρωμα που έβγαινε από το σώμα της δηλητηρίαζε τους ανθρώπους και τα ψάρια. Όπως παλιά. Έπαιζε το τελευταίο της χαρτί για να τον συναντήσει και πάλι. Ρίσκαρε τη ζωή της για μια νύχτα μαζί του. Όπως κι εκείνος ρίσκαρε τα πάντα για να την ξαναδεί. Ήπιε την τελευταία του γουλιά και πήρε μια βαθιά ανάσα. Είχε βουλιάξει στη λησμονιά. Ο Τζακ έσκυψε κάτω από τη μπάρα. Αυτή τη φορά έβγαλε μία σκονισμένη βαλίτσα με φθαρμένα λουριά που τη συγκρατούσαν με το ζόρι. Του την έδωσε και του έσφιξε το χέρι ζεστά. Εκείνος ανταπέδωσε το χαιρετισμό με συγκίνηση. Ήξερε πολύ καλά ότι τον περίμενε και τον βοηθούσε αυτή τη φορά. Πήρε τη βαριά βαλίτσα και κοίταξε γύρω του. Ήταν η τελευταία φορά που ερχόταν.
Βγήκε στη νύχτα. Άρπαξε μια μωβ μέδουσα που αναδυόταν. Θα τον πήγαινε σε εκείνη. Είχε έρθει η ώρα του Ωρίωνα .

Δεν υπάρχουν σχόλια: