Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2013

ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ ΣΤΗΝ ΤΣΕΠΗ



  Ήταν πολύ καλός στη δουλειά του. Ζήτημα να είχε χάσει μόνο τρεις δίκες σε όλη του την καριέρα. Η ατζέντα του ήταν γεμάτη από ραντεβού, συναντήσεις. Η γραμματέας του, που είχε δώδεκα χρόνια μαζί του, πάντα δυσκολευόταν να φτιάξει το ημερήσιο πρόγραμμά του. Στο γραφείο του υπήρχαν συνέχεια στοίβες  με φακέλους δικογραφίας και  υποθέσεις, τις οποίες μελετούσαν πρώτα οι δύο βοηθοί του και μετά τον ενημέρωναν σε ημερήσια βάση. Ακόμα και τα σαββατοκύριακα ερχόταν στο γραφείο για να κλείσει εκκρεμότητες. Είχε συνεργάτες που εμπιστευόταν τυφλά, απολάμβανε έναν αξιοπρεπή μισθό, ζούσε σε  ένα μικρό αλλά λειτουργικό διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης. Ήταν δυστυχισμένος.
  Κάθε πρωί ξυπνούσε με το ίδιο βάρος. Έκανε την πρωινή εικοσάλεπτη γυμναστική του, άκουγε τις πρώτες ειδήσεις στο ράδιο που είχε στην κουζίνα, έπινε τον καφέ του και ετοίμαζε ένα ελαφρύ πρωινό. Ένα χλιαρό μπάνιο και διάλεγε το κοστούμι και τη γραβάτα της ημέρας. Πήγαινε στο γραφείο του με το μετρό και επέστρεφε το βράδυ με τον ίδιο τρόπο. Ζούσε μόνος του κι ένιωθε μόνος του στην καθημερινότητά του. Εκτός από τα έδρανα των δικαστηρίων, κι όπου αλλού έπρεπε να βγάζει  τη λαλίστατή  του πλευρά, όπως πρόσταζε η φύση του επαγγέλματος, ήταν ντροπαλός και λιγομίλητος, συνεσταλμένος. Μισούσε τη δουλειά του κι ό,τι είχε σχέση με αυτήν. Το όνειρό του ήταν κάτι τόσο ταπεινό όπως το να δουλεύει σε ένα γκαράζ παρέα με το σκύλο του. Λάτρευε τα αυτοκίνητα. Ανατρίχιαζε στον ήχο που έκανε η μηχανή όταν έπαιρνε μπρος και το μόνο που ήθελε πάντα ήταν να τα μαστορεύει.
  Ο πατέρας του ήταν υπερβολικά αυστηρός μαζί του. Η μαμά του είχε πεθάνει όταν ήταν πολύ μικρός, σχεδόν δε θυμόταν το πρόσωπό της. Στην αρχή θύμωνε αλλά σιγά-σιγά πέρασε. Ο πατέρας του ήταν δικηγόρος. Το γραφείο του ήταν αυτό που είχε κι ο ίδιος ακόμα. Τότε ήταν όλα καινούργια. Γυάλιζαν τα έπιπλα και οι βιβλιοθήκες με τα νομικά βιβλία. Τώρα ήταν φανερά τα σημάδια που είχε αφήσει ο χρόνος πάνω τους. Λιγομίλητος κι εκείνος αλλά η ματιά του ήταν πάντα ψυχρή, πίσω από τα χοντρά γυαλιά του. Δεν ήξερε πώς να διαχειριστεί ένα μικρό αγοράκι. Δεν είχε την υπομονή να παίξει μαζί του, τον ενοχλούσε πάντα η φασαρία που μπορεί να έκανε όταν εκείνος μελετούσε τις υποθέσεις του. Τον κούραζαν οι συνεχείς ερωτήσεις του για τα πάντα. Από πολύ νωρίς τον πίεζε για να ακολουθήσει τα δικά του χνάρια. «Οι δικηγόροι είναι λαμπροί επιστήμονες», συνήθιζε να λέει και ξεδίπλωνε τα επιχειρήματά του. Ο μικρός προσπαθούσε αλλά δεν καταλάβαινε λέξη από τα λόγια του πατέρα του και έτσι συνέχιζε να παίζει με τα μεταλλικά του αυτοκινητάκια. Αυτά ήταν η παρέα του κάθε μέρα που περίμενε τον πατέρα του να γυρίσει στο σπίτι. Η ηλικιωμένη γιαγιά του τον πρόσεχε αλλά συνήθως έπαιζε μόνος του.


Τα έστηνε στο πάτωμα και ξεκίναγε τις αόρατες και φανταστικές διαδρομές. Τότε γεννήθηκε κι η ιδέα για το γκαράζ. Όταν μεγάλωνε  θα είχε ένα γκαράζ με πολλά αυτοκίνητα και θα τα μαστόρευε όλη μέρα. Θα είχε κι ένα σκύλο για παρέα. Έβαλε τον εαυτό του σε αυτήν την εικόνα και ταίριαξε απόλυτα.
 Την επόμενη φορά που ο πατέρας του ξεκίνησε να ρητορεύει για τα οφέλη της δικηγορίας, μάζεψε όλο το θάρρος του και τον κοίταξε στα μάτια. Άφησε για λίγο τα αυτοκινητάκια του και ξεκίνησε να του μιλάει για το όνειρό του, το γκαράζ. Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει και ένα κύμα οργής ξεχύθηκε από το στόμα του πατέρα του. «Δεν υπάρχει περίπτωση ο δικός μου ο γιος να κάνει κάτι τέτοιο. Να το ξεχάσεις», φώναξε και άρπαξε τα αυτοκινητάκια του από το πάτωμα. Τα έβαλε στις τσέπες του και βγήκε χτυπώντας την πόρτα πίσω του. Τα δάκρυα και το παράπονο του μικρού αγοριού δε στάθηκαν αρκετά για να του επιστραφούν τα παιχνίδια του. Βδομάδες ολόκληρες τα ζητούσε αλλά ο πατέρας του ήταν ανένδοτος. Στο τέλος πίστεψε ότι τα είχε πετάξει στα σκουπίδια.
  Τα χρόνια περνούσαν και η καταπίεση γινόταν όλο και μεγαλύτερη. Φυσικά και πέρασε τις εξετάσεις κι έγινε δικηγόρος. Του απαγόρεψε να μάθει να οδηγεί με τη δικαιολογία ότι δεν του χρειαζόταν αφού έμενε στην πόλη και υπήρχαν συγκοινωνίες για να μετακινηθεί. Το μικρό αγόρι είχε γίνει ένας νεαρός άντρας φοβισμένος που δεν είχε τη δύναμη να σηκώσει το ανάστημά του ξανά στον πατέρα του, όπως εκείνο το πρωινό. Τα πρώτα χρόνια δούλευε μαζί του στο γραφείο του. Καθημερινά πίεζε το γιο του για να γίνει όλο και καλύτερος. Και γινόταν, αλλά πάντα ήταν στη σκιά του πατέρα του. Οτιδήποτε και να έκανε θα ήταν κατώτερο των δυνατοτήτων του. Πνιγόταν, αλλά και πάλι δεν τολμούσε να αντιμιλήσει.
  Ο ηλικιωμένος άντρας πέθανε ξαφνικά από καρδιά. Ο νεαρός, που πλέον ήταν άντρας με τους πρώτους γκρίζους κροτάφους, έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του. Η σταθερά στη ζωή του έπαψε να υφίσταται. Μετά την κηδεία άρχισε να τακτοποιεί τα πράγματά του πατέρα του στο σπίτι. Πέταξε παλιά του χαρτιά που μάζευε στο γραφείο του. Δίπλωσε ρούχα του και γραβάτες, τα έβαλε σε σακούλες και κανόνισε να τα δώσει. Σε ένα μικρό κουτί, στο βάθος της ντουλάπας, βρήκε φωτογραφίες της μητέρας του που ο ηλικιωμένος άντρας είχε κρατήσει. Θυμήθηκε τα χαρακτηριστικά της ή πίστεψε ότι τα θυμήθηκε. Τα μεταλλικά του αυτοκινητάκια βρίσκονταν κι αυτά εκεί. Η παιδική του συντροφιά είχε φυλαχτεί σα μικρός θησαυρός. Ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό για όλα εκείνα που θα μπορούσαν να ειπωθούν και δεν ειπώθηκαν, για όλα εκείνα που θα μπορούσαν να είχαν γίνει και δεν έγιναν. Η μακρινή ανάμνηση του γκαράζ ήρθε και πάλι στο μυαλό. Ίσως τώρα θα μπορούσε… Ίσως. Ποτέ δεν ήταν αργά, αλλά ήταν;
 Εκείνο το βράδυ έκατσε στο σαλόνι, έλυσε τη γραβάτα του, έβαλε να πιει ένα καλό ουίσκι και γύρισε πίσω στο χρόνο αλλά στάθηκε και αρκετά στο παρόν. Ήταν η ευκαιρία του να πάρει τη ζωή στα χέρια του, να βγάλει τη βαριά σκιά του πατέρα του από πάνω του. Ήταν καιρός. Ένας ολόκληρος άντρας κι εκείνο το βράδυ έπαιξε με τα αυτοκινητάκια του ξανά. Τα έβαλε να τρέχουν πάνω στο χαλί όπως δεν το είχε ξανακάνει. Έκλαψε, γέλασε, άδειασε τα πάντα από μέσα του.
  

Τα ξημερώματα έπρεπε να πάρει την απόφασή του. Σηκώθηκε, έκανε ένα χλιαρό μπάνιο και άνοιξε την ντουλάπα του. Στάθηκε διστακτικός για ένα λεπτό. Μόνο για ένα. Φόρεσε ένα γκρι κοστούμι και ετοίμασε το χαρτοφύλακά του για τη δουλειά. Κοιτάχτηκε στον καθρέπτη λίγο πριν φύγει για το γραφείο. Δεν είχε τη δύναμη να κάνει κάτι διαφορετικό. Δε βρήκε τη δύναμη να αλλάξει τη ζωή του. Λίγο πριν κλείσει την πόρτα πίσω του, έβαλε το μικρό αυτοκίνητο στην τσέπη του. Τουλάχιστον αυτό. Και δεν το έβγαλε ποτέ ξανά.

1 σχόλιο: