Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2015

TO MEΓΑΛΟ ΡΟΚΕ: Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ



   Έστρωνε τη φούστα της συνέχεια στα γόνατά της. Ήταν στο σωστό μήκος; Περνούσε μηχανικά τα δάχτυλά της στο γιακά του γκρίζου πουκάμισου και μετά στον αυστηρό κότσο της. Μήπως να απελευθέρωνε τα μαλλιά της στο φυσικό τους περιβάλλον, εκεί κοντά στο ύψος του στήθους της; Δεν μπορούσε να κρύψει την ένταση και τη νευρικότητα. Είχε περάσει αρκετή ώρα μπροστά στον καθρέπτη του μικρού της σπιτιού εκείνο το απόγευμα. Είχε αποφασίσει να τονίσει μόνο τα μάτια της και να αποφύγει το κραγιόν και το ρουζ. Αλλά και πάλι δεν ήταν σίγουρη. Είχε καταφέρει να κρύψει όλη τη θηλυκότητά της σε ένα ταγέρ και ένα πρόσωπο χωρίς ιδιαίτερο μακιγιάζ. Ήδη ένιωθε τη δική της αμηχανία να μεταφέρεται, άθελά της, στον οδηγό του ταξί, ο οποίος της έριχνε συνέχεια κλεφτές ματιές καθώς διέσχιζαν τη σκοτεινή πόλη. Του είχε κινήσει την περιέργεια όταν την είδε να του γνέφει λίγο πριν τα μεσάνυχτα στη μεγάλη διασταύρωση. Ένα μικρόσωμο κορίτσι σε σώμα γυναίκας, μάλλον εγκλωβισμένο στη λάθος εικόνα. Έκλεισε την πόρτα του αυτοκινήτου με δύναμη και κουλουριάστηκε σε μια γωνιά. Έμοιαζε σαν να τη ρουφάει το κάθισμα. Του διάβασε τη διεύθυνση από έναν κιτρινισμένο φάκελο με μια μεγάλη σφραγίδα που έμοιαζε με μουτζούρα πάνω στο γραμματόσημο. «Οικεία Μπαλαδέβα, περιοχή Τριζίνι». Τα χέρια της έτρεμαν και οι φλέβες της διαγράφονταν σαν μικρά ρυάκια έτοιμα να ξεχειλίσουν από την ξαφνική νεροποντή της αγωνίας της. Τη χάζευε που έφτιαχνε συνέχεια τα ρούχα και τα μαλλιά της και σκέφτηκε με ένα μικρό πονηρό χαμόγελο ότι σίγουρα ένας άντρας μόνο θα μπορούσε να αναστατώσει μια γυναίκα με αυτόν τον τρόπο. 
 Δεν τον είχε συναντήσει ποτέ ξανά κι ας τον γνώριζε δεκατρία χρόνια. Στα χέρια της κρατούσε το πρώτο γράμμα που της είχε στείλει όταν ακόμα πήγαινε σχολείο. Τότε, στα άγουρα   χρόνια της εφηβείας, τρελά ερωτευμένη με τον καθηγητή των λατινικών έκανε τα πάντα για να του τραβήξει την προσοχή. Παρακολουθούσε με ενδιαφέρον τα σκακιστικά μαθήματα που  διοργάνωνε κάθε Κυριακή απόγευμα στην κεντρική πλατεία της πόλης. Ήταν ο καλύτερος τρόπος για να περνάει περισσότερο χρόνο μαζί του. Για να κερδίσει ένα του βλέμμα θαυμασμού πείσμωσε και έγινε καλή παίκτρια. Τόσο καλή που πλέον έπαιρνε μέρος σε μικρά τουρνουά που διοργάνωνε ο ίδιος με παίκτες όλων των ηλικιών και κοντινών πόλεων. Στο πρώτο τουρνουά η καρδιά της πήγαινε να σπάσει. Ένιωθε όλα τα βλέμματα πάνω της και δεν μπόρεσε να δώσει τον καλύτερο της εαυτό στον αγώνα. Την επόμενη Κυριακή όμως πήγε με άλλον αέρα και αποφασιστικότητα. Σαν μια άλλη Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων, μικρή αλλά ορκισμένη να προστατέψει το βασιλιά της με κάθε κόστος, έπαιξε με τόση δύναμη και σοφία που άφησε το κοινό άφωνο. Κέρδισε και τους δύο αντιπάλους της που ήταν μεγαλύτεροι και σαφέστατα πιο έμπειροι από την ίδια. Δεν ήταν καθόλου εύκολο αλλά στο δικό της μαγικό  κόσμο το να υπερασπιστεί το μαύρο της στρατό ήταν το μόνο που είχε σημασία. Μια βδομάδα πέρασε μετά από εκείνο τον κυριακάτικο θρίαμβο και όλοι στην πόλη ακόμα μιλούσαν για το κατόρθωμά της. Τα τουρνουά συνεχίστηκαν για λίγο καιρό ακόμα με τον ίδιο ζήλο και μετά σταμάτησε να πηγαίνει. Το διάβασμα για το πρώτο έτος στο πανεπιστήμιο δεν της άφηνε πολύ χρόνο. Η εφηβική της ζωή είχε περάσει στη φοιτητική με τις μεγαλύτερες συγκινήσεις και απαιτήσεις. Συνέχισε να παίζει σκάκι στη λέσχη της σχολής αλλά πλέον για να τη χαλαρώσει από τη μελέτη. Δεν κατάφερε να κερδίσει την προσοχή του καθηγητή της με τον τρόπο που είχε πλάσει στο κοριτσίστικο μυαλό της αλλά κατάφερε να κερδίσει την προσοχή Εκείνου.
 Ένα μεσημέρι βρήκε ένα φάκελο στο γραμματοκιβώτιο. Το όνομα και η διεύθυνσή της ήταν γραμμένα με έναν ιδιαίτερο γραφικό χαρακτήρα με περίτεχνα, καλλιγραφικά τελειώματα στα σύμφωνα που εγκλώβιζαν στις καμπύλες τους και τα φωνήεντα. Ελάιζα Πέτερσον, διαμέρισμα 5, περιοχή Σίμπρα. Έμοιαζαν με κλαδιά τεράστιων δέντρων στα τροπικά δάση του Αμαζονίου που μπλέκονταν μεταξύ τους τόσο ψηλά από το έδαφος και έφτιαχναν μια περίεργη στέγη που θύμιζε περισσότερο κουβάρι. Στη θέση του αποστολέα υπήρχαν μόνο τα αρχικά Ε.Χ. και μια διεύθυνση που ήξερε η μικρή ότι βρισκόταν στην άκρη της πόλης, στο Τρεζίνι. Ήταν ένα κομμάτι που δεν το είχε επισκεφτεί, αλλά και πάλι δεν είχε βγει ποτέ από το δικό της μεγάλο τετράγωνο  που κάλυπτε το πανεπιστήμιο, τη φοιτητική εστία και ένα μικρό καφέ που πήγαινε με τις φίλες της εκεί κοντά. Είχε ακούσει όμως, από ιστορίες των γονιών της, ότι σε εκείνο το κομμάτι της πόλης  καλύτερα να μην πήγαινες αν δεν είχες σοβαρό λόγο.  Άνοιξε το φάκελο μετά το μάθημα. Ξεπρόβαλαν δύο σελίδες γραμμένες με πένα, που μαρτυρούσαν ένα δισταγμό και μια συστολή με γράμματα κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο για να παίρνουν θάρρος. Σε εκείνες τις λιγοστές αράδες της πρώτης σελίδας μιλούσε για το θαυμασμό του για τον τρόπο που είχε παίξει σε εκείνο το τουρνουά περίπου οκτώ μήνες πριν και τη δική του αγάπη για το σκάκι που ξεκινούσε από την παιδική του ηλικία και έφτανε μέχρι το σήμερα. Για να ικανοποιήσει την αγάπη του αυτή παρακολουθούσε αντίστοιχες σκακιστικές εκδηλώσεις με αμείωτο ενδιαφέρον και μάλιστα πολλές φορές θα ταξίδευε πολλά χιλιόμετρα για να παραστεί σε αυτές. Σταμάτησε να διαβάζει και προσπάθησε να συνθέσει στο μυαλό της πρόσωπα και φυσιογνωμίες εκείνης της Κυριακής. Μάταια. Η πλατεία είχε πολύ κόσμο, θα μπορούσε να είναι ο καθένας μες στο πλήθος. Είχε περάσει και τόσος καιρός και οι όποιες εικόνες κάποιων προσώπων που μπορεί να της είχαν κινήσει το ενδιαφέρον ή την περιέργεια σίγουρα είχαν ξεφτίσει. Το πιο ενδιαφέρον όμως ήταν ότι ο μυστηριώδης κύριος Ε.Χ ξεκινούσε μια παρτίδα στη δεύτερη σελίδα και την προκαλούσε-προσκαλούσε να τη συνεχίσει. Όσο κι αν την ξάφνιασε, δε δίστασε να του απαντήσει. Το πήρε ως παιχνίδι και μετά από εκείνη την πρώτη παρτίδα ακολούθησαν αμέτρητες. Σε πολλές από αυτές θα της έκανε κάποια παρατήρηση αν χειριζόταν κάτι λάθος ή θα την επαινούσε αν τον αιφνιδίαζε με μια κίνησή της. Τα γράμματα δε στέλλονταν πάντα με την ίδια συχνότητα. Το πρόγραμμά της είχε φορτωθεί αρκετά με τις εξετάσεις για το πτυχίο, την ενήλικη ζωή της στο δικό της σπίτι και την πρώτη της δουλειά ως δασκάλα πλέον αλλά και τους πρώτους της έρωτες. Τα δικά της γράμματα με τον καιρό απέκτησαν περισσότερη ελευθερία και θα μιλούσαν λίγο για την καθημερινότητά της ή για ένα καλό βιβλίο που διάβασε. Εκείνος πάλι πάντα ήταν πιο σφιγμένος σε εκείνες τις αυθόρμητες συνομιλίες. Ο καιρός ήταν το αγαπημένο του θέμα κι εκεί φρόντιζε να δείξει την άνεσή του αφήνοντας στα σύμφωνα και στα φωνήεντα να αναπνεύσουν. Θα της μιλούσε για την ομίχλη που σκέπαζε το φόβο ή θα εκθείαζε το πώς μύριζε το χώμα μετά τη βροχή και για το πόσο δεν άντεχε ο ίδιος την αφόρητη ζέστη τους καλοκαιρινούς μήνες. Η μεγαλύτερη του υπέρβαση ήταν μια χριστουγεννιάτικη κάρτα που την περίμενε  στο ταχυδρομείο της από τον δεύτερο χρόνο και μετά, γραμμένη κι αυτή με την ίδια μαύρη πένα που χρησιμοποιούσε και για την αλληλογραφία τους, γεμάτη ευχές για υγεία και καλή χρονιά. Δεν ήξερε για τη ζωή του τίποτα και ποτέ δε ρώτησε τίποτα περισσότερο. Καλλιεργούσε με όποιο τρόπο μπορούσε το πέπλο μυστηρίου που υπήρχε πίσω από κάθε γραμμένη λέξη ή κάθε κίνηση. Πάντα θα την έκανε να χαμογελάσει όταν έβρισκε τα γράμματά του στο κουτί της αλληλογραφίας και ενώ θα μπορούσε να πάρει ένα ταξί και να δει πού μένει από κοντά για να δαμάσει την περιέργειά της, ειδικά τα πρώτα χρόνια, δεν το έκανε ποτέ. Απόψε ήταν μια ειδική περίπτωση. Την είχε αιφνιδιάσει για άλλη μια φορά . Ενώ περίμενε να ξεκινήσει μια καινούργια παρτίδα, όταν άνοιξε το φάκελο, είδε μια τυπωμένη πρόσκληση. «Μετά από τόσο καιρό ήρθε η ώρα να παίξουμε κι από κοντά. Ξεκίνα λίγο πριν τα μεσάνυχτα.»
 Αυτόν τον κιτρινισμένο φάκελο είχε στα χέρια της απόψε, την απαρχή μιας σκακιστικής φιλίας και ιδιαίτερης αλληλογραφίας. Το ταξί κατάπινε τα χιλιόμετρα κι εκείνη με την καρδιά της να χτυπάει και να τη νιώθει έτοιμη να σκίσει το πουκάμισό της, χάζευε τη νύχτα που τη βύθιζε μέσα της. Δεν ήξερε αν φοβόταν όσο πλησίαζε σε Εκείνον. Μετά από τόσα χρόνια είχε δημιουργήσει έναν αόρατο δεσμό τρυφερότητας με εκείνο τον άγνωστο συμπαίκτη της. Είχε φτιάξει στο μυαλό της μια εικόνα ενός μεγαλύτερου άντρα αλλά πέρα από αυτό δεν μπορούσε να του ζωγραφίσει άλλα χαρακτηριστικά. Με τον τρόπο του της το απαγόρευε. Τα φώτα της πόλης χάνονταν σιγά σιγά όπως και η σιγουριά που είχε για τον εαυτό της. Ήξερε ότι μετά το μικρό δάσος που θα διέσχιζαν τώρα θα ξεκινούσε η δική του γειτονιά, η σκοτεινή. Πέρα από τις ματιές του σιωπηλού οδηγού ένιωθε και το δικό του βλέμμα να την παρακολουθεί. Μια μικρή φωνή μέσα της ψιθύριζε ότι ίσως έπεφτε σε μια μεγάλη παγίδα αλλά έκανε ότι δεν την άκουγε. Τη χώριζαν λίγα χιλιόμετρα ακόμα από τον κύριο Ε.Χ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου