Πέμπτη 2 Ιουλίου 2015

ΤΟ ΣΙΕΛ ΑΓΟΡΙ

      

       
     Το όνομά του ήταν Αντρέας. Ζούσε με τους γονείς του στο χωριό Μιριαντέλα, μια μικρή παραθαλάσσια κουκκίδα στο χάρτη που αριθμούσε όλους κι όλους 63 κατοίκους. Όλοι δούλευαν στο εργοστάσιο κονσερβοποίησης σαρδέλας “The Silver Sardine”. Όλοι, εκτός από τον ηλικιωμένο κύριο Ζακάστιο που συνήθως έκανε βόλτες στην παραλία με το μπαστούνι του τα πρωινά. Ο σοβαρός κύριος Ζακάστιος ήταν γύρω στα εβδομήντα πέντε και φορούσε πάντα τιράντες, χειμώνα – καλοκαίρι. Ήταν ο ανεπίσημος κηδεμόνας του τις ώρες  που οι γονείς του έλειπαν στο εργοστάσιο. Ο Αντρέας ήταν έξι ετών, το μοναδικό παιδί στο χωριό κι αυτό ήταν το καλοκαίρι που του άλλαξε τη ζωή. 
      Είχαν μετακομίσει πριν από ενάμιση χρόνο περίπου. Είχαν αφήσει την παλιά τους γειτονιά όπου δεν είχε  πια δουλειές και ήρθαν στη Μιριαντέλα για λίγο, μέχρι να ορθοποδήσουν και να ξεκινήσει ο Αντρέας σχολείο. Τότε θα γύριζαν πίσω ή θα ακολουθούσαν τις δουλειές σε μια άλλη, μεγαλύτερη πόλη. Το εργοστάσιο όμως  τους ρουφούσε την ενέργεια. Έφευγαν χαράματα από το σπίτι και γυρνούσαν αργά το απόγευμα. Η μαμά θα ετοίμαζε το πρωινό του μικρού και θα τον φιλούσε τρυφερά πριν φύγει. Κι ο πατέρας το ίδιο, προσεκτικά μην τον ξυπνήσουν. Πάντα όμως τον ξυπνούσε το άρωμα τους και τα  χάδια. Τα λαχταρούσε όσο τίποτα άλλο μες στην ημέρα του. Θα ντυνόταν βιαστικά και θα τους ακολουθούσε μέχρι το εργοστάσιο, στην άκρη της παραλίας. Εκεί θα συναντούσε τον κύριο Ζακάστιο που θα είχε βγει για τον πρώτο περίπατο της ημέρας και θα τον πρόσεχε καθώς έπαιζε μόνος του με τα βότσαλα. Για τον κύριο Ζακάστιο θα ακολουθούσαν αρκετοί περίπατοι μες στην ημέρα. Για τον Αντρέα θα ακολουθούσε μια μέρα που έμοιαζε βασανιστικά με την προηγούμενη αλλά και με την επόμενη που θα ερχόταν. Οι γονείς του γύριζαν πάντα πολύ κουρασμένοι από τη δουλειά. Για τον Αντρέα το εργοστάσιο έμοιαζε με έναν παράξενο, γκρίζο δεινόσαυρο που του στερούσε τους γονείς του κάθε μέρα αλλά και τους φίλους του από την παλιά του γειτονιά. Τους εξαντλούσε και τους προκαλούσε πονοκεφάλους με το ρυθμικό βουητό της  μηχανικής του αναπνοής και τον καπνό που έβγαινε από τα φουγάρα του. Κατάπινε την όρεξη για παιχνίδι και η οργή άρχιζε και θέριευε μέσα στην τόση δα καρδιά του. 
      Κατά καιρούς μικρά ψάρια πλησίαζαν σε περίεργους σχηματισμούς που θύμιζαν αλαφιασμένη δίνη. Θα τα χάζευε για λίγο και μετά θα τους έριχνε μικρά βοτσαλάκια και θα έφευγαν μακριά. Ήταν ένα από τα μοναχικά του παιχνίδια όσο ο κύριος Ζακάστιος καθόταν λίγο πιο πίσω του και διάβαζε την εφημερίδα του. Αυτό το ψάρι όμως που πλησίαζε σήμερα τα ρηχά δεν έμοιαζε με κανένα άλλο που είχε ξαναδεί. Τρόμαξε καθώς διέκρινε μια κίνηση μέσα στα σκοτεινά νερά με την άκρη του ματιού του, ένας όγκος τον πλησίαζε σχεδόν δειλά. Όσο πλησίαζε, ο Αντρέας σαν να έχασε τη φωνή του από το σάστισμα και το φόβο. Δεν είχε ξαναδεί ποτέ τόσο μεγάλο ψάρι και ποτέ με τόσο έντονο χρώμα. Το κοίταζε ασάλευτος. Το κεφάλι του, το σώμα του και  η ουρά του είχαν ένα εκτυφλωτικό σιέλ χρώμα που μπορούσε να σε υπνωτίσει. Φωσφόριζε στα νερά και ήταν πιο έντονο από την πιο γαλανό ουρανό μετά από μια καταιγίδα. Το πιο περίεργο όμως ήταν η ματιά του. Τα μάτια του που εξείχαν από το υπόλοιπο σώμα τον περιεργάζονταν. Ναι, ένιωσε αυτό το γυάλινο βλέμμα πάνω του, λες και ζύγιζε τις δυνάμεις του, σαν να τον διαπερνούσε. Ανατρίχιασε και ένα ρίγος παγωμένου ιδρώτα έτρεξε στη σπονδυλική του στήλη. Το τεράστιο ψάρι, που ήταν λίγο μικρότερο από το δικό του μπόι, ανοιγόκλεισε τα μάτια αυτά και σε αντίθεση με το νωχελικό του ερχομό, εξαφανίστηκε με μια γρήγορη στροφή προς τα ανοιχτά. Μήπως το είχε βγάλει από το μυαλό του; Μήπως η γκρίζα θάλασσα έφτιαχνε σκιές και το δικό του μυαλό έβλεπε φανταστικά όντα; 
    
   Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει. Γύρισε και κοίταξε τον κύριο Ζακάστιο. Συνέχιζε με την ίδια αδιάφορη αίσθηση να φυλλομετράει την εφημερίδα του, χωρίς να έχει αντιληφθεί το παραμικρό. Κι όμως, δεν μπορεί να ήταν η φαντασία του. Για όσο κράτησε αυτή η στιγμή, όλα μέσα του είχαν ανακατευτεί. Ήταν η πρώτη φορά μετά από πάρα πολύ καιρό που ένιωσε να τον κοιτάζουν, να τρυπώνει μέσα του το βλέμμα κάποιου και να διαλύει αυτό το τόσο πυκνό στρώμα της μοναξιάς του. 
     Όλη τη μέρα το σκεφτόταν. Αυτό το θαλάσσιο πλάσμα είχε στοιχειώσει τη σκέψη του. Συμμετείχε στα έτσι κι αλλιώς ξεθυμασμένα, απογευματινά παιχνίδια με τους γονείς του και το είδε πάλι στον ύπνο του εκείνη τη νύχτα. Ήθελε να τους ρωτήσει αν υπάρχουν τόσο μεγάλα ψάρια και με τέτοιο εκτυφλωτικό χρώμα αλλά κάτι τον κράτησε. Το πιο πιθανό ήταν να μην τον πίστευαν έτσι κι αλλιώς και ένα μέρος του δεν ήταν ακόμα σίγουρος. Τον τελευταίο καιρό είχε κλειστεί στον εαυτό του και οι περισσότερες λέξεις πάντα βρίσκονταν μέσα στο κεφάλι του χωρίς να βρίσκουν τις περισσότερες φορές το δρόμο για να βγουν. Αλλά θα ήθελε πολύ να ήταν αλήθεια, για φαντάσου ένα μπλε ψάρι για παρέα…
  
  Το επόμενο πρωινό έπαιζε με τα βότσαλα με φοβερή ανυπομονησία και νευρικότητα. Η μέρα ήταν ζεστή και ηλιόλουστη, ο κύριος Ζακάστιος σκούπιζε τις σταγόνες του ιδρώτα με το μαντήλι που είχε στην τσέπη του, καθώς φυλλομετρούσε την εφημερίδα του, και ο μικρός Αντρέας απλά περίμενε να το ξαναδεί. Κι όσο κι αν του φαινόταν τόσο απίθανο να συμβεί, ήρθε. Το μεγάλο ψάρι κοντοστάθηκε κι έμεινε να κουνάει την ουρά του. Ο Αντρέας σηκώθηκε και πλησίασε. Το ψάρι δε φοβήθηκε και δεν κουνήθηκε καθόλου από τη θέση του, το αντίθετο μάλιστα, τον κοίταζε βαθιά στα μάτια με έναν τόσο ανθρώπινο τρόπο σχεδόν. Ο μικρός έβγαλε τα παπούτσια του και μπήκε στη θάλασσα. Έκανε τέσσερα αργά βήματα για να μη το τρομάξει και φύγει. Όχι, το σιέλ ψάρι παρέμεινε να τον  περιεργάζεται. Ο Αντρέας έβαλε τα χέρια του στο νερό και έμεινε παγωμένος στη θέση του με κομμένη την ανάσα. Το ψάρι, που γυάλιζε περισσότερο καθώς έπεφταν οι  αχτίνες του ήλιου στον νερό, κολύμπησε λίγο ακόμα προς το μέρος του. Όσο πλησίαζε το παιδί, τόσο το μυαλό του μικρού σαν να μούδιαζε, σαν να πάγωνε. Ένα περίεργο συναίσθημα που δεν είχε βιώσει ξανά, σαν να είχε ερημώσει όλο το συναισθηματικό του τοπίο και δημιουργούσε χώρο μόνο για αυτό το παράξενο πλάσμα. Όχι, δεν το φοβόταν, του έβγαζε μια περίεργη οικειότητα που δεν μπορούσε να εξηγηθεί με κανέναν νόμο της λογικής. Κοιτάζονταν βαθιά στα μάτια και μετά από λίγο το ψάρι έκανε μια μεταβολή όλο χάρη και χάθηκε στα ανοιχτά. Ο Αντρέας ανατρίχιασε καθώς έφευγε από κοντά του και σχεδόν δεν πίστευε σε αυτήν την αίσθηση της υπόσχεσης που είχε εισπράξει μέσα στο μπερδεμένο του μυαλό. Δεν μπορούσε να το εξηγήσει στον κύριο Ζακάστιο αλλά ναι, το μεγάλο μπλε ψάρι του είχε μιλήσει με κάποιο τρόπο. Όπως ήταν φυσικό, ούτε οι γονείς του φάνηκαν να τον πιστεύουν στο τραπέζι όταν μοιράστηκε μαζί τους την εμπειρία του. Υπήρξαν συγκαταβατικοί αλλά καταλάβαινε ότι δεν είχαν πιστέψει λέξη. Ήταν για αυτούς ένα αγοράκι που έφτιαχνε ιστορίες για να σκοτώσει την πλήξη του με τον ηλικιωμένο κύριο που τον επιβλέπει στα μοναχικά του παιχνίδια. 
     Ο μήνας που κύλησε υπήρξε αποκαλυπτικός και τα γεγονότα από ένα σημείο και μετά άρχισαν τον καλπασμό τους αφήνοντας πίσω τις λογικές ερμηνείες. Κάθε μέρα το σιέλ ψάρι ερχόταν κοντά στη στεριά και κάθε μέρα ο Αντρέας το περίμενε με λαχτάρα. Βουτούσε με τα μπρατσάκια του και κολυμπούσαν παρέα. Το ψάρι σαν να ένιωθε το πόσο μικρός ήταν και δεν ανοιγόταν. Τον άφηνε να του αγγίζει τα πτερύγια και την ουρά καμιά φορά. Μια περίεργη σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης είχε γεννηθεί. Ο κύριος Ζακάστιος τον παρακολουθούσε και δεν είχε εκφράσει ποτέ κανένα σχόλιο για τις καινούργιες ασχολίες του μικρού. Πολλές φορές αναρωτιόταν ο μικρός “μα καλά, δεν το βλέπει το ψάρι;”. Τον είχε ρωτήσει για αυτό σχετικά αλλά οι απαντήσεις που έπαιρνε δεν ήταν κατατοπιστικές. “Μα ναι φυσικά, το έχω δει, μην πας πιο βαθιά όμως, να σε βλέπω.” Ο Αντρέας είχε βρει έναν φίλο, ένα σύντροφο σε αυτό το πλάσμα που δε φαινόταν να ζητάει τίποτα από αυτόν. Η μικρή τους βόλτα θα διαρκούσε λίγο αλλά τον γέμιζε απίστευτα και όσο περνούσε ο καιρός άρχισε να δένεται με τον καινούργιο του σύντροφο. Το πρώτο μούδιασμα που του είχε προκαλέσει η επαφή τους τώρα είχε αρχίσει να γίνεται ένα είδος επικοινωνίας. Όχι, φυσικά το ψάρι δεν μπορούσε να μιλήσει αλλά πολλές φορές ένιωθε λόγια στο μυαλό του και έβλεπε σκόρπιες εικόνες. Είχε αισθανθεί ότι ήταν κι αυτό μικρό όπως ήταν κι αυτός, παρά το μεγάλο του μέγεθος που ξεγελούσε. Είχε αισθανθεί ότι ζούσε βαθιά στον ωκεανό και σχεδόν είχε πονέσει όταν είχε νιώσει μια τεράστια οικογένεια πίσω του. Είχε πολλά αδέρφια και το κοπάδι του σε λίγο θα ξεκινούσε το μεγάλο του ταξίδι. Όταν το άγγιζε, προσπαθούσε να σκεφτεί έντονα εικόνες από τη δική του ζωή για να του τις μεταφέρει. Σκεφτόταν τη μαμά του και τον μπαμπά του και το πόσο του έλειπαν μες στην ημέρα, το πόσο του έλειπαν οι φίλοι του και πόσο θυμωμένος ήταν με αυτό το μεγάλο γκρίζο εργοστάσιο που έβλεπε πίσω του. Προσπαθούσε να του πει με το δικό του τρόπο ότι αυτό έφταιγε που ήταν πάντα κουρασμένοι οι δικοί του και είχε αλλάξει τόσο πολύ τη ζωή του. Προσπαθούσε να του πει πολλά που όμως δεν ήξερε αν τα ένιωθε, αν τα καταλάβαινε, αν τα συναισθανόταν όπως εκείνος.
     Όλα έγιναν σε μια μέρα. Ξύπνησε εκείνο το πρωί και το δέρμα του ήταν σκληρό. Στα χέρια του είδε μικρά ασημένια λέπια που όσο και αν τα έτριψε ή τράβηξε δεν έφυγαν. Ο μικρός χαμογέλασε. Δε φοβήθηκε καθόλου. Ήξερε ήδη τι θα γίνει. Φόρεσε μια μακρυμάνικη μπλούζα για να μην τα δουν οι γονείς του. Όταν ήρθαν να τον φιλήσουν τον πείραξαν ότι μυρίζει θάλασσα και τον μάλωσαν ότι μάλλον δεν είχε κάνει καλά το μπάνιο του την προηγούμενη μέρα. Στην ακρογιαλιά ο κύριος Ζακάστιος ήταν πάντα με την εφημερίδα του. Του χαμογέλασε αμήχανα και του γύρισε την πλάτη. Γύρισε και είδε το ψάρι να έρχεται προς το μέρος του. Έβγαλε τα ρούχα του και άφησε το βλέμμα του να γεμίσει θάλασσα. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Ο κύριος Ζακάστιος ήταν ηλικιωμένος και δεν μπορούσε να τρέξει όταν είδε το εκτυφλωτικά σιέλ χρώμα που είχε καλύψει το σώμα του μικρού. Τα μάτια του βέβαια δεν μπορούσαν να διακρίνουν τα ιριδίζοντα λέπια που στόλιζαν το μικρό του σώμα ούτε μπορούσε να καταλάβει ότι η έντονη μυρωδιά σαν την ανάσα του ωκεανού έβγαινε από κάθε του πόρο κι όχι από τα αγριεμένα νερά που όλο και φούσκωναν λες και περίμεναν κάτι από καιρό και αδημονούσαν. Το αγόρι βούτηξε και ακολούθησε το μεγάλο ψάρι στα ανοιχτά. Είχε μπει χωρίς μπρατσάκια, δεν τα χρειαζόταν πια. Η θάλασσα ήταν πλέον για αυτόν ένα είδος μήτρας που άφηνε τον παλιό του εαυτό και άφηνε να γεννηθεί ο καινούργιος. Είχε λαχταρήσει τόσο βαθιά εκείνον τον καινούργιο κόσμο με τη συντροφικότητα στα βάθη των σκοτεινών νερών, τον είχε φανταστεί τόσα βράδια πριν τον πάρει ο ύπνος, τον είχε οραματιστεί σε τόσα του όνειρα και πλέον το ήξερε ότι γινόταν πραγματικότητα. Ο ωκεανός του έπαιρνε την ταυτότητά του και τη φύση του και του έδινε έναν καινούργιο κόσμο να ανήκει, μια καινούργια μεγάλη οικογένεια να υπάρχει εκεί για αυτόν. Η απόκοσμη μεταμόρφωση έγινε αστραπιαία, δεν ήταν σίγουρος αν είχε δεύτερες σκέψεις ή απορίες αλλά είχε μια τρομερή  πίστη στον εαυτό του και στην καινούργια του ζωή που δεν ήταν σίγουρος από πού προερχόταν. Ίσως ήταν ο πρώτος και ο τελευταίος ή απλά ένας ακόμα κρίκος σε μια αλυσίδα ανταλλαγών που δεν είχε αρχή και τέλος. Ήταν η τελευταία του σκέψη όταν ένιωσε την ανάσα του να βγαίνει από τα βράγχια. Έψαξε να βρει το σώμα του αλλά το έβλεπε πια στο ψάρι απέναντί του. Φορούσε τα ρούχα του, το δέρμα του ήταν λείο και τα μάτια του τον κοίταζαν έντονα, όπως την πρώτη μέρα. Είχε μπει στο παλιό του σώμα και φαινόταν να μην έχει συνηθίσει την αναπνοή. Ανέβηκε στην επιφάνεια επιδέξια και τον άκουσε να παίρνει την πρώτη του βαθιά ανθρώπινη ανάσα. Ο Αντρέας κούνησε επιδέξια την ουρά του και χάθηκε στα βαθιά, στο καινούργιο του σπιτικό που έπρεπε να ανακαλύψει και να ετοιμαστεί για το μεγάλο του ταξίδι. Δεν τον είδαν ποτέ κοντά στην ακρογιαλιά ξανά. Το μικρό αγόρι δε μίλησε ποτέ μετά από εκείνη τη βουτιά. Οι γονείς του πίστεψαν ότι εκείνη η  βουτιά του έκανε κάποια ζημιά. Οι γιατροί δεν μπορούσαν να δουν τι φταίει. Δεν κατηγόρησαν ποτέ τον κύριο Ζακάστιο που δεν πρόλαβε το κακό. Δεν κατάλαβαν ποτέ τι έγινε ακριβώς εκείνο το πρωί στην παραλία. Ο γιος τους δεν μπήκε στη θάλασσα ποτέ ξανά αλλά πήγαινε για το υπόλοιπο του καλοκαιριού και την χάζευε με τα μάτια κλειστά για ώρες. Τον άφηναν να αφουγκράζεται τον ωκεανό και να επικοινωνεί μαζί του σε μια μυστική γλώσσα που οι ίδιοι δεν μπορούσαν να μοιραστούν μαζί του πια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου