Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2015

ΚΑΘΕ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ



      Ο Τζόχαν έβαλε σε ένα σακίδιο το χάρτη, το σημειωματάριο με το τυχερό του μολύβι, ένα παλιό τεύχος Μίκυ Μάους και ένα θερμός με καφέ. Είχε υπολογίσει ότι η διαδρομή δε θα του έπαιρνε περισσότερο από τρεις ώρες. Έσφιξε τα κορδόνια των αθλητικών του παπουτσιών, φόρεσε το καπέλο του, μιας και οι πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη ήταν ακόμα πολύ ζεστές, και κλείδωσε την πόρτα του σπιτιού του. Το δάσος ξεκινούσε εκεί που τελείωνε ο μεγάλος δρόμος. Για λόγους ασφαλείας είχαν τοποθετήσει σήματα που είχαν ξεθωριάσει με το χρόνο και έμοιαζαν με ζωγραφιές πλέον. Ενώ ήταν πολύ κοντά στη μικρή πόλη της Ιζινόης, πολλοί λίγοι το επισκέπτονταν. Τα παιδιά, που πήγαιναν σχολείο ακόμα, έμπαιναν με τα ποδήλατά τους και το εξερευνούσαν με τις ώρες. Οι μεγάλοι όμως δεν έμπαιναν, αλλά ούτε και απαγόρευαν στα παιδιά τους να πάνε. Όλοι ήξεραν ότι υπήρχε εκεί αλλά κανένας από τους φίλους του ή τους συναδέλφους του στο ταχυδρομείο δεν είχε πάει για βόλτα ή για πικ νικ εδώ και πολλά χρόνια. Σαν να έχανε την ύπαρξη του, μόλις ερχόταν η ενηλικίωση.  
     Τον τελευταίο καιρό, το δάσος ερχόταν στον ύπνο του με τη μορφή εικόνων από τα δικά του εξερευνητικά ταξίδια όταν ήταν ακόμα παιδί με τους φίλους του. Είχε τόσα χρόνια να θυμηθεί αυτά την περίοδο της ζωής του και τώρα που την ξανάβλεπε, ερχόταν κι αυτή η ανεμελιά που είχε τότε. Έπαιρναν φρούτα και το παγούρι τους με το νερό κι εξαφανίζονταν όλη μέρα με τους κολλητούς του, τον Άξελ με τα κόκκινα μαλλιά, τον χοντρούλη Μπέρτελ, τον πανύψηλο Έρικ, τον Χέντρικ με τα στραβά δόντια και τον Λάρσον που έλεγε τα πιο ωραία ανέκδοτα. Προσπαθούσαν να κατασκευάσουν ένα δεντρόσπιτο που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, σκαρφάλωναν στα δέντρα, έπαιζαν πόλεμο και ποδόσφαιρο κι όταν έπεφτε ο ήλιος, άρχιζαν να λένε ιστορίες με φαντάσματα. Τώρα, οι μισοί από τους φίλους εκείνους του σχολείου είχαν φύγει από την πόλη ή είχαν κάνει οικογένειες, κοιλίτσα και γκρίζους κροτάφους. Τα σαράντα λένε ότι είναι μια περίεργη ηλικία για τους περισσότερους, μια ηλικία συνειδητοποίησης και ωριμότητας, μια ηλικία που έχουν επιτευχθεί κάποιοι στόχοι και μπαίνουν οι καινούργιοι. Ή μπορεί να μην ισχύει αυτό και να σου θυμίζει απλά όλα όσα δεν έχεις κάνει ακόμη. Είχε κρατήσει επαφή με κάποιους από τους παιδικούς του φίλους και πραγματικά χαιρόταν όταν πετύχαινε και άλλους στο δρόμο τυχαία αλλά τώρα πια θέματα συζήτησης όπως η δουλειά, τα λεφτά, η οικογένεια, η υγεία των γονιών θα μονοπωλούσαν εκείνες τις συναντήσεις. 
       Κι εκείνος όμως δεν πήγαινε πίσω. Δούλευε αρκετές ώρες στο ταχυδρομείο, είχε πάρει ένα δάνειο για να αγοράσει ένα μικρό σπίτι στο κέντρο της πόλης, η υγεία του πατέρα του είχε χειροτερέψει και περνούσε αρκετές ώρες στο νοσοκομείο για να τον φροντίζει όσο μπορούσε. Για αυτό και όταν έρχονταν τώρα  τελευταία αυτά τα όνειρα, ο Τζόχαν τα καλοδεχόταν και γύριζε πίσω στην παιδικότητα της δικής του γενιάς. Τα όνειρα αυτά ήταν μια φυγή για τη δύσκολη καθημερινότητα, ένα είδος παράλληλου σύμπαντος και τον τελευταίο καιρό το χαιρόταν που όλο και πλήθαιναν. Έβλεπε όλο και πιο συχνά ένα κτίριο σε ένα σημείο του δάσους που δεν είχε επισκεφτεί ποτέ όσο ήταν παιδί. Μετά το ξέφωτο πρέπει να ήταν και μετά το γεφυράκι. Άραγε να ήταν υπαρκτό το σημείο ή ήταν ένα παιχνίδι του μυαλού; Όσο περισσότερο το σκεφτόταν, τόσο περισσότερο ήθελε να το δει κι από κοντά. Και σήμερα, ανήμερα των τεσσαρακοστών τρίτων γενεθλίων του, πήρε άδεια από τη δουλειά και δραπέτευσε με το παλιό του Μίκυ Μάους που είχε βρει πρόσφατα στο σπίτι του πατέρα του, τακτοποιώντας τα ντουλάπια. 
    

Η διαδρομή ήταν πιο δύσκολη από όσο περίμενε. Η φυσική του κατάσταση δεν ήταν κι η καλύτερη. Έκανε αρκετές στάσεις και βλαστήμησε που όλο έλεγε να κόψει το τσιγάρο και δεν το έκανε. Ήπιε τον καφέ του κάτω από τον πανάρχαιο πλάτανο κοντά στο ποτάμι. Το δάσος τον σκέπαζε, τον έκρυβε με τις σκέψεις του και έδιωχνε όλες του τις αναστολές. Κοντά του γινόταν πάλι εννέα ετών, ένα αγόρι ιδρωμένο, γεμάτο χώματα και γρατζουνιές στα γόνατά του. Και τότε, παραδομένος όπως ήταν στο παρελθόν που σχεδόν τον πονούσε σαν ένα παλιό σημάδι στο σώμα που το βλέπεις και σου ξυπνάει την ανάμνηση του τραύματος, το πρόσεξε να αχνοφαίνεται πέρα από τη γέφυρα. Το τεράστιο πέτρινο κτίριο που είχε δει και στα όνειρά του. Ανατρίχιασε καθώς αυτό το μονοπάτι το περνούσαν όταν ήταν πιτσιρίκια και δεν το είχαν δει ποτέ τότε. Με το Μίκυ Μάους στο χέρι, ανασκουμπώθηκε και πήρε την ανηφόρα για να φτάσει στο πέτρινο, αυστηρό κτίριο με τα μικρά, μισογκρεμισμένα, τετράγωνα παράθυρα και την επιβλητική, αψιδωτή πόρτα. Όσο το πλησίαζε, τόσο κάτι σκιρτούσε μέσα του, σαν την ανακούφιση που νιώθεις όταν γυρίζεις σπίτι μετά από μια κουραστική μέρα. Ήταν σαν να γυρνούσε σε ένα δικό του παλιό κομμάτι που είχε ξεχάσει στη διαδρομή της ζωής του. 
    

Άνοιξε την ξύλινη πόρτα που του αντιστάθηκε με ένα συριστικό τρίξιμο. Ο χώρος ήταν ένα τεράστιο, ψηλοτάβανο δωμάτιο με διάφορα ανοίγματα όπου πριν πολλά χρόνια θα υπήρχαν πόρτες. Πήρε μια ανάσα και κοντοστάθηκε. Η πνιγερή μυρωδιά της υγρασίας τον ζάλισε για λίγο αλλά το συνήθισε σχεδόν αμέσως. Μικρά ποδοβολητά ακούστηκαν από το βάθος και συγχρονισμένα χάχανα. Μέχρι να συνειδητοποιήσει από πού έρχονται και ποιοι βρίσκονται μαζί του στο δωμάτιο, είδε μια παρέα παιδιών να ξεπροβάλλει από το πιο κοντινό σε αυτόν άνοιγμα του τοίχου. Το Μίκυ Μάους του έπεσε από τα χέρια και πιάστηκε από την πόρτα για να μη λιποθυμήσει. Η παρέα των έξι παιδιών με τα βρώμικα παντελονάκια και τα γρατζουνισμένα γόνατα και τα ιδρωμένα, αναψοκοκκινισμένα μάγουλα τον πλησίαζαν, ψιθυρίζοντας λόγια που ο Τζόχαν δεν μπορούσε να διακρίνει.  Το βλέμμα του συναντήθηκε με του παιδιού που προπορευόταν και ένιωσε το αίμα του να παγώνει μέσα του. Το παιδί με τα λυμένα  κορδόνια στα φθαρμένα του αθλητικά παπούτσια και τα πεταχτά αυτιά, που τότε δεν μπορούσε να κρύψει κάτω από μακριά μαλλιά όπως τώρα, τον κοιτούσε στα μάτια και τον πλησίαζε αποφασιστικά. Όταν έφτασε σε απόσταση που θα μπορούσε να τον αγγίξει , το παιδί έσκυψε και έπιασε το Μίκυ Μάους. Τα υπόλοιπα πιτσιρίκια ήταν πίσω του και χασκογελούσαν. Δεν ήταν δυνατόν. Δεν μπορούσε να το χωρέσει ο νους του. Ήταν ο Άξελ, ο Μπέρτελ, ο Έρικ, ο Χέντρικ και ο Λάρσον, οι καλύτεροι του φίλοι από το σχολείο και το παιδάκι μπροστά του ήταν ο εννιάχρονος εαυτός του!
      Το παιδί επεξεργάστηκε το κόμικ και το έβαλε κυλινδρικά στην τσέπη του παντελονιού του. «Νόμιζα ότι το είχα χάσει. Αυτό είναι δικό μου και το ξέρεις», του είπε και ήταν τόσο απόκοσμο να ακούει την ίδια του τη φωνή από το παρελθόν. Δεν κατάφερε να αρθρώσει λέξη αλλά στο μυαλό του είχε ήδη αρχίσει να λύνεται το μυστήριο. Αν δεν ήταν τρελός, τότε απλά είχε φτάσει στο σπίτι όπου κατοικούσε η παιδικότητά του. Κι όχι μόνο η δική του, από ότι έδειχναν τα πράγματα. Κι αν ήταν έτσι, κι αν αυτή η παρανοϊκή σκέψη ήταν αληθινή, μάλλον είχε φτάσει σε ένα σημείο της ζωής του που την αναζητούσε έντονα, ενδόμυχα, χωρίς να το έχει ομολογήσει ούτε καν στο εαυτό του. Αλλά τώρα, βλέποντας τον ίδιο να αρπάζει το Μίκυ Μάους του και την υπόλοιπη αλητοπαρέα του να χασκογελάει με τον ηρωισμό του κολλητού τους, δεν μπόρεσε να μη σκάσει ένα χαμόγελο. Ένα χαμόγελο που άθελά του έγινε ένα γάργαρο γέλιο που αντήχησε στο δροσερό, πέτρινο δωμάτιο. Ένα βάρος έφυγε από μέσα του. Ένα βάρος πολλών ετών που είχε κουρνιάσει πολύ βαθιά. Κι όταν σταμάτησε να γελάει, κοίταξε το μικρό του εαυτό που είχε σαστίσει.



    " Τι λες, πάμε σπίτι τώρα;" τον ρώτησε.
    " Ναι, αμέ," του απάντησε ο μικρός με ενθουσιασμό. "Οι φίλοι μου όμως;"
    " Θα τους πάρουν όταν έρθει η ώρα".
    Τον έπιασε από το χέρι και βγήκαν στο δάσος μαζί.

    Δεν υπάρχουν σχόλια:

    Δημοσίευση σχολίου