Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016

ΣΤΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ


«Άντε Χάντερ, ντύσου! Θα αργήσουμε», φώναξε ο Τζούλιαν δυνατά. «Δεν καταλαβαίνω γιατί καθυστερείς, τα ρούχα σου τα έχω έτοιμα πάνω στην καρέκλα. Θα έρθουν σε λίγο για τις φωτογραφίες». Ο Χάντερ το τελευταίο δεκάλεπτο κοιτούσε με προσοχή τα ρούχα που του είχε αφήσει ο αδερφός του για να φορέσει. Φέτος το είχε παρακάνει. Είχε διαλέξει ένα φυστικί καρώ σακάκι με σιέλ πουκάμισο και παπιγιόν σε αντίστοιχους τόνους. Ήταν σίγουρος ότι ο αδερφός του, όλο καμάρι, φορούσε τα ίδια ρούχα και τον περίμενε με λαχτάρα έξω από την ξύλινη καλύβα που τους είχαν παραχωρήσει. Ήταν οι επίσημοι καλεσμένοι του φεστιβάλ διδύμων και τους είχαν αναθέσει πρωταγωνιστικούς ρόλους για όλο το τριήμερο. Τα τελευταία οχτώ χρόνια ο Τζούλιαν σχεδόν έσερνε τον αδερφό του σε αυτό τον εξευτελισμό, που ο ίδιος έβρισκε «τόσο εξωπραγματικά χαριτωμένο», σε ένα ξέφωτο στα βάθη του Οχάιο. Το ίδιο το φεστιβάλ, βέβαια, ήταν πολύ δημοφιλές και συγκέντρωνε κόσμο από όλες τις πολιτείες αλλά και από ολόκληρο τον κόσμο. Ειλικρινά, ο Χάντερ δεν καταλάβαινε το λόγο να συγκεντρωθούν και να κατασκηνώνουν τόσα πολλά δίδυμα αδέρφια όλων των ηλικιών για ένα τριήμερο σε ένα δάσος, να φορούν τα ίδια ρούχα για να ξεχωρίζουν και να παίζουν γκολφ, βόλεϊ, να συμμετέχουν σε μια μεγάλη ανούσια παρέλαση και να ποζάρουν για τις άπειρες φωτογραφίες που τους τραβούσαν. Ένιωθε λες και ήταν σε έναν αντιαισθητικό ζωολογικό κήπο και τον περιεργάζονταν συνεχώς στο κλουβί του. Την πρώτη χρονιά αποφάσισε να ακολουθήσει τον αδερφό του έχοντας την περιέργεια και την ελπίδα ότι ίσως αυτή η εμπειρία θα τους έφερνε πιο κοντά. Τα είχε αφήσει όλα πάνω στον Τζούλιαν, ο οποίος το είχε ανακαλύψει και είχε κλείσει τα εισιτήρια, είχε αγοράσει μια μεγάλη σκηνή για να κοιμηθούν, είχε διαλέξει τα ρούχα τους, πιο συντηρητικές επιλογές τότε με ένα ταπεινό μαύρο κοστούμι κι ένα γκρι πουκάμισο, είχε φτιάξει το ημερήσιο πρόγραμμα με τις δραστηριότητές τους. Και για αυτόν ήταν μια εξαιρετική ευκαιρία να έρθουν κοντά και να γεφυρώσουν το χάσμα που είχε δημιουργηθεί μεταξύ τους μετά το πανεπιστήμιο. Δεν ήταν κάτι τρομακτικά απειλητικό για τη σχέση τους  αλλά, μετά από μια ζωή που έκαναν τα πάντα μαζί με τις ευλογίες των γονέων, ήθελαν λίγο αέρα να αναπνεύσει η σχέση τους. Μαζί στο ίδιο θρανίο, στα ίδια σχολικά πάρτι και τις εκδρομές, στο ίδιο πανεπιστήμιο, μαζί στις διακοπές, αντιμετωπίζοντας την έντονα ανταγωνιστική φύση του Τζούλιαν σε εξαντλητικό βαθμό. Ήθελε πάντα να έχει τους καλύτερους βαθμούς, τους πιο δημοφιλείς φίλους στο προαύλιο του σχολείου, τις πιο όμορφες φιλενάδες. Για αυτόν ήταν ο μοναδικός τρόπος να ξεχωρίζει από τον ολόιδιο αδερφό του.
Όλοι τους μπέρδευαν, ακόμα και οι γονείς τους. Ψηλοί, αδύνατοι με φακίδες, με τον ίδιο τόνο της φωνής και μεγάλα αυτιά. Δύο πανομοιότυπα αγόρια που γίνονταν άντρες με τις εσωτερικές διαφορές τους να μεγαλώνουν κι αυτές μαζί τους. Ο Χάντερ ήταν αδιάφορος για τους βαθμούς και τα πρωτεία. Δεν είχε μπει στην ανταγωνιστική νόρμα του αδερφού του αλλά τον παράσερνε η ορμή του και τον έφερνε εκτός εαυτού πολλές φορές. Δεν είχε πρόβλημα να μένει πίσω από τα φώτα που δημιουργούσε ο Τζούλιαν γιατί εκεί ένιωθε πιο άνετα. Αλλά να, υπήρχαν φορές που ήθελε να τον πληγώσει. Όπως εκείνη τη φορά που παρίστανε τον Τζούλιαν και έφυγε με την ξανθούλα Κάσσιντυ για το βουνό. Η ίδια σίγουρα κατάλαβε τη διαφορά αλλά δεν είπε ποτέ τίποτα. 
Την πρώτη φορά στο φεστιβάλ ο Χάντερ βαρέθηκε και βρήκε όλο αυτό το μασκάρεμα τόσο, μα τόσο μάταιο. Μόνοι τους δεν έμειναν καθόλου σχεδόν, γιατί ο Τζούλιαν είχε βρει τον παλιό του εαυτό και ο ανταγωνισμός ξεχείλιζε από κάθε πόρο του δέρματός του. Ήθελε να βγουν πρώτοι στις παρελάσεις και σε κάθε είδους παιχνίδι και φυσικά στη δημοτικότητα. Τα επόμενα χρόνια τον ζάλιζε για να πάνε. Ο Χάντερ θα αρνιόταν κατηγορηματικά, ο Τζούλιαν θα τον πίεζε, στο τέλος θα καυγαδίζανε και θα περνούσε το δικό του. Ο Τζούλιαν βίωνε κάθε φορά έναν παροξυσμό, ανακάλυπτε το νόημα της ζωής και της ύπαρξής του σε εκείνο το ξέφωτο, ενώ ο Χάντερ πλέον το έβρισκε σαν μια ευκαιρία να λείψει από τη βαρετή δουλειά του στην ασφαλιστική εταιρία. 
«Τελείωνε πια, λες και το κάνεις επίτηδες και καθυστερείς για να μου σπάσεις τα νεύρα», φώναξε ο Τζούλιαν. Η φετινή του επιλογή είχε ξεπεράσει κάθε όριο. Και μάλλον για αυτό δεν του είχε δείξει νωρίτερα τα ρούχα.  Δεν υπήρχε περίπτωση να γελοιοποιηθεί μπροστά σε τόσο κόσμο με παστέλ χρώματα λες και ήταν καραμέλα στο στόμα ξαναμμένης έφηβης. Άναψε τσιγάρο. Έβαλε το μαύρο του t-shirt και το τζιν του και βγήκε έξω, κρατώντας το παστέλ σύνολο στο χέρι του.
«Είσαι πολύ γελασμένος αν πιστεύεις ότι θα ξεφτιλιστώ με τις ανοησίες σου. Αρκετά! Ως εδώ!», του είπε o Χάντερ σε έντονο τόνο και πέταξε το σακάκι στο χώμα.
Ο Τζούλιαν ξαφνιάστηκε από την αντίδρασή του αδερφού του. Αστραπιαία, όμως, βρήκε την αυτοκυριαρχία του και πέρασε στην επίθεση. 
«Τι ξαφνικό πισωγύρισμα είναι αυτό; Τι έπαθες; Εδώ δεν έχουμε έρθει για τα κοριτσίστικα καπρίτσια σου αλλά μόνο για να κερδίσουμε, όπως κάθε χρόνο. Θα είναι σε λίγο όλοι εδώ για να βγάλουν φωτογραφίες και εσύ κάνεις αυτό που ξέρεις να κάνεις μια ζωή. Κάνεις πίσω, Χάντερ. Τελείωνε λοιπόν, γιατί δεν έχω καμία όρεξη».
Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι μιας καταπιεσμένης έντασης που κρατούσε πολλά χρόνια. Τα ρούχα και το ηλίθιο φεστιβάλ ήταν μόνο η αφορμή. Για τα δύο αδέρφια το να υποκρίνονται μια ζωή μπροστά σε γονείς, δασκάλους και καθηγητές και φίλους και γκόμενες ήταν μια παράσταση ανοχής. Δεν συμπαθούσαν ο ένας τον άλλον και τώρα σαν να τους έκανε κάποιος ένα αόρατο σήμα για να απελευθερώσουν τα πιο σκοτεινά τους ένστικτα. Ο Χάντερ έφτυσε το τσιγάρο του και πλησιάζοντας τον αδερφό του γρύλισε με όλη του τη δύναμη: «Γραμμένες τις έχω και τις φωτογραφίες και εσένα. Σταμάτα να κάνεις το αφεντικό στη ζωή μου». Ο Τζούλιαν άρχισε να γελάει προκλητικά.
« Άντε λοιπόν, τι περιμένεις; Μια ζωή το ήθελες αυτό, να βγεις στην επιφάνεια από την ανυπαρξία σου, αν και αμφιβάλλω αν θα έχεις τη δύναμη για κάτι τέτοιο», είπε σαρκάζοντας. 

Δεν είχε προλάβει να τελειώσει τη φράση του και η γροθιά του Χάντερ προσγειώθηκε στο στόμα του. Το αίμα έβαψε το γέλιο του Τζούλιαν. Οι δύο άντρες πιάστηκαν στα χέρια και οι γροθιές τους χτυπούσαν τυφλά τα σώματά τους. Ο πόνος και η λύσσα τούς έριξε στο χώμα να παλεύουν σαν άγρια ζώα. Δεν μιλούσαν, μόνο έβγαζαν γρυλίσματα από τα βάθη του θώρακά τους. Το χτύπημα του Χάντερ τράνταξε το κεφάλι του Τζούλιαν και ακινητοποιήθηκε σε εκείνη την αιχμηρή πέτρα. Το ίδιο μαρμαρωμένος έμεινε και ο Χάντερ, με κρύο ιδρώτα να τον έχει λούσει, βλέποντας το αίμα να δημιουργεί μια μικρή λιμνούλα  στο πίσω μέρος του κεφαλιού του αδερφού του. Ο πανικός, σχεδόν, τον έπνιξε. Δεν ήταν σίγουρος για το τι είχε κάνει. Δεν ήξερε αν ήταν ζωντανός. Φωνές άρχισαν να πλησιάζουν στο ξέφωτο. Ο κόσμος ερχόταν για να δει τα τιμώμενα δίδυμα αδέρφια για φέτος και, φυσικά,  να τραβήξει φωτογραφίες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου