Κυριακή 1 Οκτωβρίου 2017

THE FOUR LANTERNS - LOOKING AT THE PAINTING

Άφησε τη μικρή του βαλίτσα στο κρεβάτι. Έλυσε τη γραβάτα του και έβγαλε το πουκάμισό του. Περπάτησε με τα γυμνά του πόδια πάνω-κάτω στο ζεστό χαλί του δωματίου. Ναι, είχε κάνει τη σωστή επιλογή του ξενοδοχείου αυτή τη φορά. Ο Μιλεφλόρες ταξίδευε δύο νύχτες με το αυτοκίνητο. Κάθε χρόνο γκρίνιαζε για την απόσταση αλλά άξιζε τον κόπο. Η εμπορική έκθεση της Μπρενανσόν ήταν κάτι παραπάνω από επιτυχία. Τις μισές δουλειές και συμφωνίες της χρονιάς τις έκλεινε εκεί. Ήξερε ότι είχε ένα δυνατό προϊόν στα χέρια του κι εκεί ήταν το μέρος για να το προωθήσει. Είχε δουλέψει τέσσερα χρόνια πάνω στην έρευνα και στο σχεδιασμό της φόρμουλας και, αν μη τι άλλο, ήταν πραγματικά περήφανος για τη δουλειά του. Τώρα μπορούσε πλέον να πει ότι είχε δημιουργήσει το τελειότερο ναρκωτικό με τη μορφή χαπιού που έδινε στους χρήστες ολογράμματα αγαπημένων τους προσώπων. Φέτος είχε καταφέρει να προσθέσει στη φόρμουλα και πρόσωπα που δεν βρίσκονταν πια στη ζωή.  Δεν ήταν υπερβολή να πει ότι θα έφερνε την επανάσταση.  Στη μικρή του βαλίτσα είχε τα τρία μοναδικά δείγματα και αυτά ήταν αρκετά. Ήδη ήταν ένας ζωντανός θρύλος πριν πατήσει το πόδι του στο μεγάλο εκθεσιακό κέντρο. Κανείς όμως δε γνώριζε πόσο μόνος του ένιωθε τα βράδια, όταν γυρνούσε στο μικρό διαμέρισμά του που εκτελούσε και χρέη εργαστηρίου. Πολλές φορές θα γέμιζε το κρεβάτι του με κάποια γυναίκα ή ανδροειδές αλλά του έλειπε τρομερά η ανθρώπινη επαφή. Ήταν ένας μεσήλικας, πια, τυχοδιώκτης με γυαλιά, φιλοδοξία και εγωισμό.  
Έκανε ένα ζεστό μπάνιο και σκεφτόταν τα ραντεβού του με τους αντιπροσώπους των ανατολικών πολιτειών που ήθελαν να τον συναντήσουν. Παρήγγειλε μια ζεστή σούπα από το εστιατόριο του ξενοδοχείου και προσπάθησε να χαλαρώσει την υπερέντασή του, ξαπλώνοντας για λίγο στο κρεβάτι. Και τότε τον κοίταξε. Ήταν ένας μεγάλος πίνακας ακριβώς απέναντί του, πάνω από το στενό γραφείο. Μπαίνοντας στο δωμάτιο είχε προσέξει ότι κάτι κρεμόταν εκεί αλλά δεν είχε δώσει την παραμικρή σημασία. Ήταν από τους ανθρώπους που η τέχνη τους άφηνε τελείως ασυγκίνητους, έτσι κι αλλιώς. Δεν την καταλάβαινε, δεν τον άγγιζε και ποτέ δε θα έριχνε παραπάνω από μια φευγαλέα ματιά σε μια ζωγραφιά κρεμασμένη στον τοίχο. Τώρα όμως είχε βουτήξει μέσα της και δεν μπορούσε να τραβήξει το βλέμμα του. Ήταν η παράσταση ενός μονοπατιού σε ένα ξέφωτο στο δάσος. Το φως με δυσκολία διαπερνούσε τις καταπράσινες συστάδες των δέντρων. Στο σκιερό έδαφος ξεχώριζε πεσμένα φύλλα. Θα μπορούσε να είναι σε οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη, οποιαδήποτε χρονική στιγμή. Θα μπορούσε να είναι ένα ξέφωτο στην άλλη πλευρά του κόσμου, όπως τον ήξερε, ακόμα και δεκατρείς γενιές πίσω από τη δική του. Ίσως και για αυτό να τον κέντρισε τόσο πολύ. Έμοιαζε με ένα δυνατό χαστούκι φύσης κι ενέργειας. Ήταν σαν να του θύμιζε πάλι εκείνη την αρχετυπική σύνδεση με αυτό το στιβαρό και  τεράστιο που ονομάζουνε «γη».
 Η ώρα κυλούσε. Είχε κουρνιάσει στη ζεστή του ρόμπα κι είχε βγάλει τα γυαλιά του. Άρχισε να ζαλίζεται ελαφρά. Σαν να γυρνούσαν όλα ρυθμικά με δορυφόρο το κορμί του στο κρεβάτι. Παραξενεύτηκε αλλά το πέρασε για σημάδι κούρασης και πείνας. Η σούπα του κρύωνε στο κομοδίνο αλλά δεν είχε τη δύναμη να ασχοληθεί μαζί της. Η ξαφνική του ζαλάδα συνοδεύτηκε από κύματα ιδρώτα και έξαψης. Σαν να βρισκόταν σε ένα καζάνι με καυτό νερό και έπρεπε να κάνει τα πάντα για να δραπετεύσει. Κι έτσι ξαφνικά, έγινε το ανήκουστο. Τα φύλλα που έβλεπε ζωγραφισμένα στο έδαφος, ναι, άρχισαν να κουνιούνται ρυθμικά με το ελαφρύ αεράκι που φύσηξε. Το θρόισμά τους και η κίνησή τους έμοιαζε με μεγαλειώδη χορογραφία. Ο ήλιος, με την κίνηση των κλαδιών των δέντρων, φαινόταν να τρεμοπαίζει και δημιουργούσε περίεργα παιχνίδια με τη σκιά. Η ταχυπαλμία του γινόταν όλο και πιο έντονη. Μα πώς ήταν δυνατόν; Από την άλλη, δεν ήταν τρελός, το έβλεπε καθαρά μπροστά του. Ο μεγάλος πίνακας είχε ζωντανέψει. Όσο απίθανο κι αν έμοιαζε, ήταν τόσο βέβαιος για αυτό που έβλεπαν τα μάτια του. To ξέφωτο είχε αποκτήσει ζωή και τώρα σιγά σιγά μπορούσε να διακρίνει και σκόρπια κελαηδίσματα πουλιών εκτός από το ρυθμικό κύμα του αέρα. Και σιγά σιγά ερχόταν στα ρουθούνια του και η γαργαλιστική μυρωδιά από το νοτισμένο χώμα. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή. Έβγαλε τη ρόμπα του γιατί είχε σκάσει από τη ζέστη. Το σώμα του είχε πάρει φωτιά. Έβαλε τα γυαλιά του για να μπορέσει να διακρίνει καλύτερα τις ζωηρές λεπτομέρειες από κοντά. Στάθηκε όρθιος, γυμνός απέναντί στο ολοζώντανο τοπίο. Το μονοπάτι φαινόταν σαν να τον φωνάζει να το διασχίσει.

Μάταια τον περίμεναν στο συνέδριο και τις δύο ημέρες οι αντιπρόσωποι. Όλες οι έρευνες στο ξενοδοχείο αποδείχτηκαν άκαρπες. Κανείς δεν ήξερε πού βρισκόταν ο Μιλεφλόρες. Το δωμάτιο ήταν άθικτο. Ένα μπολ με σούπα στο κομοδίνο και λίγα φθινοπωρινά φύλλα στο χαλί δίπλα από το γραφείο. Μόνο ο Αλφρέδος πρόσεξε τα γυαλιά του πεσμένα στο μονοπάτι στο ξέφωτο του πίνακα πριν τα σκεπάσουν τα φύλλα. Δεν είπε ποτέ τίποτα. Σφράγιζε πάντα τις αποφάσεις των πελατών του ξενοδοχείου με εχεμύθεια.      

*Οι φωτογραφίες και η ιστορία ειναι βασιμένη πάνω στους πίνακες του καλλιτέχνη Alex Katz, "Woods" (1993) και "Young Trees"  (1989) 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου