Κυριακή 1 Ιουλίου 2018

THE FOUR LANTERNS - NOT IN THE MAP

O Ζενεβιέ είχε μια ανησυχία από την ώρα που ξύπνησε. Έβαλε το εκρού κοστούμι από σουά σοβάζ και χτένισε με επιμέλεια τα γκρίζα μαλλιά του. Ήπιε στο πόδι έναν καφέ από αγριόρυζο και έβαλε λίγες σταγόνες άρωμα στο λαιμό του. Άφησε τη φωσφορίζουσα γάτα του, Μαντλέν, να κοιμάται στον καναπέ και πήρε μια βαθιά ανάσα. Φόρεσε τα γυαλιά ηλίου και κλείδωσε την πόρτα πίσω του. Βγήκε στον κεντρικό δρόμο της Μπρενανσόν και άρχισε να μουρμουράει το πρόγραμμα της ημέρας.
«Σήμερα είναι Κυριακή, κατά τις δέκα αναμένεται η οικογένεια Ζεράρ για το γάμο της κόρης τους, όλα είναι έτοιμα για την τελετή στους κήπους και τη δεξίωση στην κεντρική σάλα, οι ανθοδέσμες για το στολισμό θα σταλούν στις τρεις και πέντε από τους πορτοκαλεώνες στα σύνορα. Ο κυριακάτικος τύπος με τα ολογράμματα θα έχει ήδη φτάσει και θα έχει μοιραστεί στα δωμάτια και εκκρεμεί μόνο η εφημερίδα του νεαρού Κλοντ στο δωμάτιο 333 με τους ήχους των πουλιών που τον βοηθούν στις αυπνίες του. Αναχωρεί το μεσημέρι το ζεύγος Ντεμπριζέ και θα πρέπει να έχω ετοιμάσει το λογαριασμό τους και ένα μικρό μπουκάλι με τα ιριδίζοντα φύλλα του κήπου, που τόσο συγκίνησαν την ηλικιωμένη σύζυγο.»
Περπατούσε και μονολογούσε μηχανικά με όλες τις εκκρεμότητες που του έφτιαχναν το κέφι. Ήταν άνθρωπος της συνήθειας και των αυστηρών προγραμμάτων. Η μέρα του γέμιζε με το να καλύπτει τις ανάγκες άλλων ανθρώπων. Έβρισκε νόημα σε όλο αυτό. Στην προσπάθειά του να ικανοποιεί τους άλλους και να θεωρείται αναντικατάστατος για τη λειτουργία του ξενοδοχείου, είχε πιστέψει ότι δεν έχει χρόνο και ενέργεια για τη δική του ζωή μετά το σχόλασμα. Το ξενοδοχείο είχε γίνει η ζωή του και έτσι κέρδιζε τη δικαιολογία για τις δικές του εκκρεμότητες. Τη λιγοστή ενέργεια που του περίσσευε τη χάριζε απλόχερα στη γατούλα του, που είχε γεράσει κι αυτή μαζί του, και ήταν η τέλεια ολιγαρκής και ανεξάρτητη σύντροφος.
Έστριψε στην οδό Ντρισελιέ και κοντοστάθηκε. Μα πώς και δεν είχαν ανοίξει ακόμα τα μαγαζιά τους; Είχε περάσει η ώρα. Συνήθως τέτοια ώρα γινόταν συνωστισμός έξω από το φούρνο, το κρεοπωλείο και το γαλακτοπωλείο. Έσπαγε η μύτη από τις γαργαλιστικές μυρωδιές του ψωμιού και της φρέσκιας κρέμας με βούτυρο. Ποδηλάτες, μαμάδες και ξεχασμένοι δύτες της προηγούμενης νύχτας κρατούσαν τις μπαγκέτες τους και δημιουργούσαν ένα ζωηρό μελίσσι κίνησης. «Μυστήρια πράγματα», σκέφτηκε και έφτασε στο τέρμα του δρόμου. Κοίταξε κάτω. Το καπάκι του υπονόμου που σήκωνε για να πάει στο ξενοδοχείο απλά δεν υπήρχε. Κοίταξε πάλι το δρόμο. Κι όμως, ήταν στο σωστό σημείο. Μα δεν είναι δυνατόν, τη διαδρομή αυτή την έκανε κάθε μέρα. Και με κλειστά τα μάτια θα σήκωνε το σωστό καπάκι για να κατέβει τα δεκατρία σκαλιά και να βρεθεί στην όαση της ταράτσας του ξενοδοχείου που τόσο πολύ τον καθησύχαζε κάθε μέρα. 
Εκτός κι αν ήταν μια κακόγουστη φάρσα, που δεν πήγαινε ο νους του από ποιον θα μπορούσε να είχε ξεκινήσει, πραγματικά δεν έβρισκε τι είχε κάνει λάθος, τι είχε πάει στραβά. Σήκωσε τα μάτια του και κοίταξε τριγύρω. Μα ναι, βρισκόταν στη διασταύρωση της  οδού Ντρισελιέ, του πιο κεντρικού δρόμου της Μπρενανσόν. Ήταν στο σωστό σημείο, στη σωστή στιγμή κι όμως όλα φαίνονταν λάθος. Δεν υπήρχε άνθρωπος στο δρόμο έστω να ρωτήσει τι έχει συμβεί αν και στο υποβρύχιο ράδιο που έβαζε λίγο το πρωί πριν φύγει για το ξενοδοχείο, δεν είχε ακούσει κάτι στα νέα. Πήγε πάλι στην αρχή της οδού και κοίταξε την επιγραφή στο γωνιακό κτίριο. Ναι, με καλλιγραφικά γράμματα έγραφε « Οδός Ντρισελιέ». Ξαναπήγε μέχρι το σημείο που βρισκόταν το καπάκι του υπονόμου. Τίποτα. Ξανά. Τίποτα. Ξανά. Ο Ζενεβιέ κοίταξε το ρολόι του. Είχε περάσει ήδη μισή ώρα. Μισή ώρα προσπαθούσε να λύσει ένα γρίφο που είχε αρχίσει να τον εκνευρίζει και βρισκόταν πάλι στο σημείο μηδέν. Κάθισε κουρασμένος στην άκρη του πεζοδρομίου.
 «Τι περίεργο!» είπε δυνατά και πήρε βαθιά ανάσα. Κοίταξε ψηλά τον ουρανό που ήδη είχε συγκεντρώσει τα πρώτα γκρίζα σύννεφα. Μια μαύρη γάτα νωχελικά τον πλησίασε. Τρίφτηκε στα πόδια του αποζητώντας τα χάδια του. 

« Είμαι κι εγώ ο πρώτος που συναντάς σήμερα μικρή μου ; Πού πήγαν όλοι ;» τη ρώτησε καθώς της χάιδευε το απαλό της σώμα. Σήκωσε την ουρά της και έφυγε νιαουρίζοντας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου